1βλήχνον — το βλ. βλέχνο …
Dictionary of Greek
2βλέχνο — και βλήχο, το (Α βλῆχνον) η φτέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. (Νεοελλ.) βλέχνο, βλήχο < αρχ. βλήχνον, λ. άγνωστης ετυμολ.] …