βλᾰβείς
1βλαβείς — βλάπτω disable aor part pass masc nom/voc sg …
2Αγαπίων — Άγιος του χριστιανισμού, ρωμαϊκής καταγωγής.Ρίχτηκε στα θηρία, αλλά εκείνα, κατά την παράδοση, δεν τον πείραξαν. «Τούτον ηγάπησε και θηρίων φύσις». Σύμφωνα με τον παρισινό κώδικα αρ. 1758 «θηριομαχήσας και μηδέν βλαβείς, τελειούται διά ξίφους». Η …
3АГАПИОН РИМЛЯНИН — [греч. ̓Αγαπίων от ἀγάπη любовь] († 304), мч. (пам. греч. 22 нояб.). Согласно одному из синаксарей (Paris. Gr. 1578), был родом из Рима. Брошенный на растерзание зверям в гонение имп. Диоклетиана, чудесным образом не претерпел от них телесных ран …