βλύω

  • 1βλύω — (Α) βλύζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής ενεστώτας του ρ. βλύζω* (πρβλ. βρύω, φλύω)] …

    Dictionary of Greek

  • 2αναβλύω — ἀναβλύω (Α) (για υγρά) 1. αναβλύζω* 2. χύνομαι βράζοντας, ξεχειλίζω 3. βγάζω αφρούς από το στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βλύω (νεώτ. τ. τού ρ. βλύζω* πρβλ. κ. ἀναβλύζω)] …

    Dictionary of Greek

  • 3μούργος — ο (Μ μοῡργος) νεοελλ. 1. μεγαλόσωμος ποιμενικός σκύλος, ιδίως με σκούρο χρώμα 2. ως επίθ. (για πρόσ.) αγριάνθρωπος, αγροίκος μσν. ως επίθ. (για ίππο ή ημίονο) σκούρος, σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουργός (πρβλ. μούργα < αρχ. ἀμόργη). Κατ άλλους… …

    Dictionary of Greek

  • 4νεόβλυτος — νεόβλυτος, ον (Μ) αυτός που έχει αναβλύσει πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + βλυτός (< βλύω «αναβλύζω»)] …

    Dictionary of Greek

  • 5περιβλύζω — και περιβλύω Α 1. πηγάζω, αναβλύζω ολόγυρα («γῆ... νάμασι περιβλύζουσα» γη που πλημμυρίζει από νερά, Αριστοτ.) 2. συντελώ στο να αναβλύσει κάτι ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βλύζω / βλύω «κοχλάζω, πλημμυρίζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 6συμβλύω — ΜΑ μσν. (για τον χυμό τού δένδρου) αναβλύζω μαζί αρχ. (για αίμα) ρέω ταυτόχρονα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + βλύω, υστερογενής ενεστ. τού βλύζω] …

    Dictionary of Greek

  • 7gʷel-2, gʷelǝ-, gʷlē- —     gʷel 2, gʷelǝ , gʷlē     English meaning: to drip, flow; to throw     Deutsche Übersetzung: a) “herabträufeln, ũberrinnen, quellen”; b) “werfen”, presumably to vereinigen under “fallen lassen”, intr. “herabfallen”     Note: after Wackernagel …

    Proto-Indo-European etymological dictionary