βλέφαρον

  • 21blefaritis — (Del gr. blepharon, párpado + itis.) ► sustantivo femenino MEDICINA Inflamación de los párpados. IRREG. plural blefaritis * * * blefaritis (del gr. «blépharon», párpado, e « itis») f. Med. Inflamación de los párpados. * * * blefaritis …

    Enciclopedia Universal

  • 22PALPEBRAE — an a palpitando, i. e. tremendo, quia semper moventur, an a Graeco βλέφαρον; an a palpando, i. e. praetentando obiecta: an quasi φᾶρος τοῦ βλέπους, i. e. indumentum oculi? in genis homini et struthiocamelo utrinque; a provida natura concessae… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 23αγανοβλέφαρος — ἀγανοβλέφαρος, ον (Α) αυτός που έχει γλυκά μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγανὸς + βλέφαρον] …

    Dictionary of Greek

  • 24αγκυλοβλέφαρος — ἀγκυλοβλέφαρος, ον (Α) αυτός που πάσχει από αγκύλωση, σύμφυση τών βλεφάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + βλέφαρον] …

    Dictionary of Greek

  • 25αφεγγής — ές και άφεγγος, η, ο (AM ἀφεγγής, ές) [φέγγος] ο δίχως φέγγος, ο σκοτεινός νεοελλ. επίρρ. άφεγγα πριν ξημερώσει αρχ. 1. αόρατος, αμυδρός, δυσδιάκριτος 2. ατυχής, δυστυχισμένος 3. ο τυφλός 4. φρ. «νυκτὸς ἀφεγγὲς βλέφαρον» το φεγγάρι 5. «φῶς… …

    Dictionary of Greek

  • 26βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ …

    Dictionary of Greek

  • 27βλεφαρίδα — η (AM βλεφαρίς) [βλέφαρον] (συνήθ. σε πληθ.) ειδικές τρίχες που εκφύονται από το μπροστινό κράσπεδο των βλεφάρων αρχ. μσν. βλέφαρο …

    Dictionary of Greek

  • 28βλεφαρίζω — (Α) [βλέφαρον] κλείνω το μάτι, πονηρά, σε κάποιον …

    Dictionary of Greek

  • 29βλεφαρίτιδα — Φλεγμονή του ελεύθερου χείλους των βλεφάρων, στο σημείο που φυτρώνουν οι βλεφαρίδες. Διακρίνονται διάφορες μορφές β. (πιτυριδώδης, εξελκωτική κ.ά.), που γενικά επηρεάζονται ευνοϊκά από χλιαρές κομπρέσες βορικού οξέος 5% καθώς και από οφθαλμικές… …

    Dictionary of Greek

  • 30βλεφαρικός — ή, ό (AM βλεφαρικός, ή, όν) [βλέφαρον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα βλέφαρα …

    Dictionary of Greek