βλοσῠρ-ῶπις
1-ώπις — Α β συνθετικό πολλών θηλυκών ονομάτων τής Αρχαίας που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και δηλώνει αυτήν που έχει τα μάτια, την όψη, την έκφραση ή την εμφάνιση την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αὐλ ῶπις, βλοσυρ ῶπις, βο ῶπις …
2λυσσώπις — λυσσῶπις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που έχει λυσσώδες βλέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + ῶπις(< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. βλοσυρ ώπις, γλαυκ ώπις] …
3gʷl̥ tur(os) — gʷl̥ tur(os) English meaning: vulture Deutsche Übersetzung: “Geier” Grammatical information: m. Material: Gk. *βλοσυρός (with Eol. λο for λα) “ vulture”, Hom. βλοσυρ ώπις “geieräugig”, hence adj. βλοσυρός “with furchtbaren… …
4βλοσυρώπης — βλοσυρώπης, ο (θηλ. ρῶπις, ιδος, η) (Α) αυτός που έχει βλοσυρή έκφραση. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρσ. βλοσυρώπης αποτελεί μτγν. τ. του ομηρ. θηλ. βλοσυρώπις, λ. αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. βλοσυρώπις (κυριολ. «με μάτι ή όψη αρπακτικού πτηνού») < (θ.) βλοσυρ… …