βληχή
1βληχή — bleating fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2βληχή — η (AM βληχή, Α και βλαχά, δωρ. τ.) το βέλασμα των προβάτων αρχ. το κλάμα του βρέφους. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. λ. ονοματοποιημένη. Η άποψη κατά την οποία το βληχή προέρχεται από το βληχώμαι ( άομαι), αν το βληχώμαι θεωρηθεί ανεξάρτητος… …
3βληχῇ — βληχάομαι bleat pres subj mp 2nd sg (doric) βληχάομαι bleat pres ind mp 2nd sg (doric) βληχάομαι bleat pres subj mp 2nd sg (epic ionic) βληχάομαι bleat pres ind mp 2nd sg (epic ionic) βληχάζω fut ind mid 2nd sg (doric) βληχάζω fut ind act 3rd sg… …
4βληχαί — βληχή bleating fem nom/voc pl …
5βληχήν — βληχή bleating fem acc sg (attic epic ionic) …
6βλαχά — η βλ. βληχή …
7βληχώμαι — βληχῶμαι ( άομαι) (Α) 1. (για πρόβατα και σπανιότερα για γίδια) βελάζω 2. (για νήπια) κλαίω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βληχή] …
8μηκή — μηκή, ἡ (Α) μηκασμός, βέλασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μηκῶμαι (πρβλ. βληχώμαι: βληχή)] …
9ԲԱՌԱՉ — (ի, կամ ոյ.) NBH 1 439 Chronological Sequence: 10c, 13c գ. βληχή, βλήχημα balatus Ձայն գոչման անբանից, հօտից եւ անդեայց. մայելը, պոռալը. *ʼի բառաչ ձայնի բարբառոյ՝ որ անկերպաւոր աննշանական. Նար. ՟Ժ՟Ե: *Բառաչ որթոյ ելանէր յորովայնէ նորա ուռուցելոյ …
10βλαχαί — βλᾱχαί , βληχή bleating fem nom/voc pl (doric) …
- 1
- 2