βλεφάρων ἵ
71τράχωμα — το, ατος 1. μολυσματική πάθηση των ματιών που εμφανίζει χρόνια φλεγμονή των βλεφάρων. 2. γαμήλιο δώρο σε μετρητά ή κοσμήματα έξω από την προίκα, πανωπροίκι: Εκτός από την προίκα πήρε και γερό τράχωμα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
72τριχίαση — η πάθηση των βλεφάρων που γυρίζουν προς τα μέσα και ερεθίζουν το βολβό του ματιού …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
73τσίμπλα — η 1. λευκοκίτρινο πηχτό υγρό των βλεφάρων, που μαζεύεται κυρίως στις άκρες των ματιών. 2. το μάτι που βρίσκεται στη βάση κάθε κληματόβεργας. 3. η κούτρα του λυχναριού …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
74τσίμπλιασμα — το έκκριση τσίμπλας από τους ταρσαίους αδένες των βλεφάρων, ο σχηματισμός τσίμπλας: Το τσίμπλιασμα πρέπει να γινε όταν κοιμόμουν …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
75τσίνο(υ)ρο — το (συν. πληθ. τσίνο(υ)ρα, τα), οι τρίχες των βλεφάρων, οι βλεφαρίδες, τα ματοτσίνο(υ)ρα, τα ματόκλαδα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
76k̂eu-1, k̂eu̯ǝ- : k̂ū-, k̂u̯ā- — k̂eu 1, k̂eu̯ǝ : k̂ū , k̂u̯ā English meaning: to swell Deutsche Übersetzung: ‘schwellen, Schwellung, Wölbung” and “Höhlung; hohl”, gemeinsame Anschauung, Wölbung after außen or innen” Material: O.Ind. sv áyati ‘schwillt an, wird… …