βλεφάρων ἵ
61χαλάζωσις — ώσεως, ἡ, Α το να γεμίζει μέρος τού σώματος με χάλαζα, με εξογκώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλαζα μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *χαλαζῶ, όω «πάσχω από οίδημα τών βλεφάρων»] …
62χηλή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χαλά Α 1. η οπλή τών ιπποειδών 2. το δισχιδές νύχι τών μηρυκαστικών ζώων, όπως λ.χ. τού βοδιού, τού προβάτου κ.ά. 3. διχαλωτό εργαλείο ή εξάρτημα 4. ραγάδα, σκάσιμο στη φτέρνα ή σε άλλο σημείο τού σώματος 5. κυματοθραύστης,… …
63Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …
64Κοέν, Στάνλεϊ — (Stanley Cohen, Μπρούκλιν 1922 –). Αμερικανός βιοχημικός και βιολόγος, ρωσικής καταγωγής. Σπούδασε ζωολογία και βιοχημεία σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ και στη διάρκεια των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών σπουδών του διεξήγαγε έρευνες σχετικά με τον… …
65κρυπτοβραγχίδες — (cryptobranchidae). Οικογένεια κερκοφόρων αμφιβίων, ιθαγενή της Αμερικής και της Ασίας. Τα ζώα αυτά έχουν ογκώδες σώμα, κοντά και δυνατά πόδια και συμπιεσμένο κεφάλι. Ζουν αποκλειστικά μέσα στο νερό και δεν παύουν ποτέ να μεταμορφώνονται. Οι… …
66τελεόστεοι — Υφομοταξία ψαριών, που ονομάζονται έτσι επειδή ο σκελετός τους είναι λιγότερο ή περισσότερο οστεοποιημένος. Στη σύγχρονη ταξινόμηση οι τ. περιλαμβάνονται στην ομοταξία των οστεϊχθύων, επειδή ολόκληρη η ομάδα των ψαριών αυτών χαρακτηρίστηκε ως… …
67αντανακλαστικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί ή παθαίνει αντανάκλαση ή προέρχεται απ αυτήν: Τα τηλεσκόπια έχουν τα λεγόμενα αντανακλαστικά κάτοπτρα. 2. «αντανακλαστικά (ή ανακλαστικά) φαινόμενα» λέγονται κινητικές αντιδράσεις του οργανισμού σε εξωτερικούς… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
68αυτοματικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που γίνεται μόνος του, χωρίς την επέμβαση της βούλησης ή άμεσης εξωτερικής αιτίας: Η κίνηση των βλεφάρων είναι αυτοματική …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
69βλεφαρίτιδα — η (ιατρ.), φλεγμονή των βλεφάρων: Ο γιατρός μού έδωσε μια αλοιφή για τη βλεφαρίτιδα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
70βλεφαρόσπασμος — βλεφαρόσπασμος, ο και βλεφαρόσπασμα, το συχνός σπασμός των βλεφάρων, που οφείλεται σε νευρικότητα: Του έμεινε ένας βλεφαρόσπασμος μετά το νευρικό κλονισμό που πέρασε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)