βλεφάρων ἵ

  • 51συλεύω — Α (επικ. τ.) 1. αφαιρώ τα όπλα κάποιου 2. εξαπατώ και, κυρίως, λαφυραγωγώ κάποιον με τεχνάσματα 3. (γενικά) αποστερώ («συλεύεις βλεφάρων φάος ὄμμασιν», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. αντί τού συλῶ, *άω, σχηματισμένος κατά τα ρ. σε εύω για… …

    Dictionary of Greek

  • 52συνοχή — Ελκτική δύναμη που παρεμποδίζει το διαχωρισμό μιας ουσίας ή ενός μείγματος σε περισσότερα μέρη. Η δύναμη αυτή, ανύπαρκτη στα αέρια, ασήμαντη, εκτός από μερικές εξαιρέσεις, στα περισσότερα υγρά, συναντιέται ως φυσική ιδιότητα μόνο στα στερεά και… …

    Dictionary of Greek

  • 53σύκωση — (Ιατρ.). Χρόνια πυογόνος φλεγμονή στο στόμιο των θυλάκων των τριχών, που προκαλείται από σταφυλόκοκκους και συχνά υποτροπιάζει. Η σ. εντοπίζεται κυρίως στην περιοχή του μουστακιού και στο πηγούνι, σπανιότερα δε στα φρύδια και στις μασχάλες. Στην… …

    Dictionary of Greek

  • 54ταρσίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεγμονή τού ταρσού τών βλεφάρων, η οποία συνοδεύεται συνήθως από βλεφαρίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tarsitis < ταρσός + κατάλ. ῖτις / ίτιδα*] …

    Dictionary of Greek

  • 55ταρσεκτομή — και ταρσεκτομία η, Ν ιατρ. 1. χειρουργική επέμβαση που συνίσταται στην εκτομή ενός τμήματος τών οστών τού ταρσού για τη διόρθωση ορθοπεδικών παθήσεων τού ποδιού 2. χειρουργική επέμβαση στον ταρσό τών βλεφάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 56τράχωμα — (Ιατρ.). Μορφή χρόνιας επιπεφυκίτιδας, η οποία οφείλεται σε διηθητό ιό μεγάλων διαστάσεων: είναι λοιμώδες νόσημα, προσβάλλει κυρίως την παιδική ηλικία και εκδηλώνεται συχνότερα με ενδημική μορφή στους λαούς των περιοχών που έχουν κλίμα ζεστό και… …

    Dictionary of Greek

  • 57υγροβλεφαρίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεγμονή τών βλεφάρων, που προκαλεί ροή δακρύων. [ΕΤΥΜΟΛ. < υγρός + βλεφαρίτιδα] …

    Dictionary of Greek

  • 58υπεραίρω — ὑπεραίρω ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑπεραείρω ΜΑ [αἴρω / ἀείρω] 1. σηκώνω, υψώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο 2. μέσ. υπεραίρομαι και ὑπεραίρομαι υπερηφανεύομαι, αλαζονεύομαι νεοελλ. μτφ. υπερεξυψώνω, υπερεπαινώ μσν. αρχ. υπερβαίνω κάτι στο ύψος (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 59υπνωτισμός — Το φαινόμενο της πρόκλησης τεχνητού ύπνου. Ο όρος δημιουργήθηκε το 1843 από τον I. Μπρεντ και σημαίνει την ανώμαλη κατάσταση και τα φαινόμενα που παρατηρούνται στον τεχνητό ύπνο. Ο υ. ήταν γνωστός από παλιά στους λαούς της Ανατολής και τον… …

    Dictionary of Greek

  • 60φωτοψία — η, Ν ιατρ. οπτική ψευδαίσθηση ενός υγιούς ή πάσχοντος οφθαλμού, που περιορίζεται σε φωτεινά φαινόμενα και οφείλεται σε άμεση, γενικώς ελαφρή διέγερση τού αμφιβληστροειδούς και τού οπτικού νεύρου από υπεραιμία στο αγγειακό δίκτυο τού ματιού,… …

    Dictionary of Greek