βλεφάρων ἵ

  • 41παχυβλεφαρία — ἡ, Α η εξόγκωση, το φούσκωμα, το πρήξιμο τών βλεφάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + βλεφαρία (< βλέφαρος < βλέφαρον)] …

    Dictionary of Greek

  • 42περιφαής — ές, Α 1. αυτός που λάμπει προς όλες τις διευθύνσεις 2. αυτός που τά βλέπει όλα («βλεφάρων περιφαέα κύκλα», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φαής (< φᾶος «φως»)] …

    Dictionary of Greek

  • 43πτίλωσις — ώσεως, ἡ, Α [πτιλῶ] 1. το να έχει ένα πτηνό πτίλα, πούπουλα 2. νόσημα τών βλεφάρων με φλεγμονή στα άκρα τους και πτώση τών βλεφαρίδων …

    Dictionary of Greek

  • 44σαύρα — Γένος σαυροειδών της οικογένειας των Σαυριδών, της τάξης των φολιδωτών. Ανάλογα με τα είδη οι σ. έχουν συνολικό μήκος από 12 ως 60 περίπου εκ.· το σώμα τους καλύπτεται στη ράχη από κεραμιδοειδείς φολίδες ή κόκκους, ενώ στο κεφάλι και στην κοιλιά… …

    Dictionary of Greek

  • 45σκαρδαμυγμός — ο, ΝΑ [σκαρδαμύσσω] έντονο και συχνό ανοιγοκλείσιμο τών βλεφάρων λόγω ερεθισμού τού ματιού ή υπό μορφή τικ στα παιδιά …

    Dictionary of Greek

  • 46σκληρίαση — η / σκληρίασις, άσεως, ΝΑ [σκληριάζω] νεοελλ. ιατρ. ο σχηματισμός σκληρίας, η εμφάνιση σκληρωμάτων αρχ. ιατρ. (κυρίως) η σκλήρυνση τών βλεφάρων …

    Dictionary of Greek

  • 47σουρμές — ο, Ν μαύρη χρωστική ουσία για την βαφή τών βλεφάρων και τών βλεφαρίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sourmes] …

    Dictionary of Greek

  • 48στίμμι — ιος, το / στῑμμι, ίμμιος, ΝΑ, και στίμμη, εως, η, και στίμι, εως, το, Ν, και στῑμι, ίμιος και στῑβι, ίβιος, και ως θηλ. στίμμις, εως ή ιδος και στῑμις, ίμεως και στιμία, Α 1. το ορυκτό αντιμόνιο 2. συνεκδ. μαύρη χρωστική ουσία που παρασκευαζόταν… …

    Dictionary of Greek

  • 49στειβάριος — ὁ, Α αυτός που πουλάει στίμμι*, βαφή τών βλεφάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. stibium < στῖμι βλ. λ.] …

    Dictionary of Greek

  • 50στεφάνη — Όνομα τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (567 κάτ., υψόμ. 20 μ.) στην επαρχία Νικοπόλεως και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Βρίσκεται στα νοτιοδυτικά της Φιλιππιάδας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (13 τ. χλμ., 567 κάτ.). 2. Ημιορεινός οικισμός… …

    Dictionary of Greek