βλεφάρων ἵ

  • 31λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …

    Dictionary of Greek

  • 32μαδαρότης — μαδαρότης, ητος, ἡ (Α) [μαδαρός] 1. η ιδιότητα τού μαδαρού, η φαλακρότητα 2. η πτώση τών τριχών τών βλεφάρων …

    Dictionary of Greek

  • 33μεσοβλεφάριος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται ανάμεσα στα βλέφαρα 2. φρ. ιατρ. «μεσοβλεφάρια σχισμή» εγκάρσια σχισμή η οποία διαχωρίζει τα ελεύθερα χείλη τών βλεφάρων …

    Dictionary of Greek

  • 34μηλίτης — Αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται με ζύμωση χυμού μήλων, αλλά και άλλων φρούτων, όπως τα αχλάδια. Ο χυμός εξάγεται από τα μήλα ή τα άλλα φρούτα, με πίεση είναι μέτρια οινοπνευματούχος, ελαφρά ξινός στη γεύση, μπορεί ωστόσο να έχει ποικίλα και… …

    Dictionary of Greek

  • 35μύσις — (I) η (ΑΜ μύσις, εως [μύω] το αποτέλεσμα τού μύω, η σύγκλειση τών βλεφάρων ή τών χειλιών ή άλλου ανοίγματος τού σώματος νεοελλ. η διαρκής στένωση τής κόρης τών οφθαλμών μσν. στενότητα νου, σκέψης. (II) η ζωολ. γένος οστρακοδέρμων, τύπος τής… …

    Dictionary of Greek

  • 36ξάνθωμα — Οξείδιο ή πλάκα κίτρινου χρώματος που σχηματίζεται κυρίως στους αγκώνες, στα γόνατα, στο τριχωτό του κεφαλιού και στους τένοντες. Αποτελείται από μακροφάγα κύτταρα, γεμάτα λιποειδή σώματα (χοληστερίνη) και μπορεί να είναι μεμονωμένο, εξαιτίας… …

    Dictionary of Greek

  • 37ορχός — ὀρχός, ὁ (Α) το άκρο τών βλεφάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος, με καταβιβασμό τού τόνου] …

    Dictionary of Greek

  • 38οφθαλμολογία — η η επιστήμη που ασχολείται με την ανατομική, τη φυσιολογία και τις παθήσεις τού οφθαλμικού βολβού και τών προσαρτημάτων του, δηλ. τών βλεφάρων, τών δακρυϊκών αδένων και τών δακρυϊκών, οδών, η οφθαλμιατρική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 39οφθαλμοστάτης — ο ιατρ. όργανο που χρησιμοποιείται για απομάκρυνση τών βλεφάρων και στερέωση τού οφθαλμικού βολβού με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι δυνατή η εκτέλεση εγχείρησης στον οφθαλμό …

    Dictionary of Greek

  • 40παράλυση — (Ιατρ.). Oνομάζεται και πάρεση. Ο όρος π. σημαίνει την κατάλυση της εκούσιας ή ακούσιας (αντανακλαστικής ή αυτόματης) κινητικότητας, εξαιτίας της απώλειας της κινητικής λειτουργίας σε ένα οποιοδήποτε σημείο μεταξύ του φλοιού του εγκέφαλου και της …

    Dictionary of Greek