βλεφάρων ἵ

  • 11Κυλλήνιος — Προσωνυμία του Ερμή, η οποία αναφέρεται και στον Όμηρο. Σύμφωνα με μία εκδοχή, ο Ερμής αποκλήθηκε έτσι επειδή γεννήθηκε στο όρος Κυλλήνη της Αρκαδίας ή επειδή η τροφός του ονομαζόταν Κυλλήνη. Μία άλλη εκδοχή παραδίδει ότι ο Ερμής ονομάστηκε έτσι… …

    Dictionary of Greek

  • 12Στέλβαγκ — Ν φρ. «σημείο Στέλβαγκ» ιατρ. αραιό ανοιγοκλείσιμο τών βλεφάρων που είναι ένα από τα κλασικά σημεία τής νόσου τού Μπάζεντοβ …

    Dictionary of Greek

  • 13αγκυλοβλέφαρος — ἀγκυλοβλέφαρος, ον (Α) αυτός που πάσχει από αγκύλωση, σύμφυση τών βλεφάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + βλέφαρον] …

    Dictionary of Greek

  • 14βλεφαρίδα — η (AM βλεφαρίς) [βλέφαρον] (συνήθ. σε πληθ.) ειδικές τρίχες που εκφύονται από το μπροστινό κράσπεδο των βλεφάρων αρχ. μσν. βλέφαρο …

    Dictionary of Greek

  • 15βλεφαροπλαστική — η χειρουργική επέμβαση με σκοπό την αποκατάσταση απώλειας τμήματος των βλεφάρων ή ουσιωδών παραμορφώσεων τους …

    Dictionary of Greek

  • 16βλεφαροσπασμός — ο (οφθαλμ.) ακούσια σύσπαση του σφιγκτήρα μυός των βλεφάρων …

    Dictionary of Greek

  • 17δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… …

    Dictionary of Greek

  • 18εκτρόπιο — το (Α ἐκτρόπιον) νεοελλ. ιατρ. ασθένεια κατά την οποία γίνεται στροφή ενός βλεννογόνου προς τα έξω («εκτρόπιον τών βλεφάρων, τού τραχήλου τής μήτρας κ.λπ.») αρχ. αρρώστια κατά την οποία στρέφεται το βλέφαρο ανάποδα, προς τα πάνω, ώστε να φαίνεται …

    Dictionary of Greek

  • 19εντρίχωμα — ἐντρίχωμα, το (Α) 1. οι τρίχες τών βλεφάρων, βλεφαρίδες 2. κόσκινο, τρίχινο σουρωτήρι, στραγγιστήρι …

    Dictionary of Greek

  • 20εντρόπιο(ν) — το ιατρ. ασθένεια τών οφθαλμών που παρατηρείται ιδίως στα τραχώματα και κατά την οποία τα χείλη τών βλεφάρων παρουσιάζουν στροφή προς τα μέσα …

    Dictionary of Greek