βλαστεῖν
1βλαστεῖν — βλαστάνω bud aor inf act (attic epic doric) βλαστάω bring forth pres inf act (attic epic doric ionic) …
2βλαστάνω — και βλασταίνω και βλαστίζω (AM βλαστάνω, Α και βλαστώ, άω και βλαστώ, έω και βλαστώ, όω) 1. αποκτώ βλαστούς, πετάω βλαστάρια 2. γεννιέμαι 3. φυτρώνω, εμφανίζομαι αρχ. κάνω να βλαστήσει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Από το θ. του αορ. έβλαστον,… …
3πεταλίζω — Α [πέταλον] 1. εξορίζω κάποιον με τη διαδικασία τού πεταλισμού 2. (κατά τον Ησύχ.) «πεταλίζειν βλαστεῑν, φυλλολογεῑν» …