βλαβερός
1βλαβερός — harmful masc nom sg …
2βλαβερός — ή, ό (AM βλαβερός, ά, όν) όποιος επιφέρει βλάβη, επιζήμιος νεοελλ. 1. επικίνδυνος 2. πληγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλάβη (πρβλ. δολερός < δόλος, δροσερός < δρόσος, θλιβερός < θλιβή, κρατερός < κράτος, φθονερός < φθόνος, φοβερός <… …
3βλαβερός — ή, ό αυτός που προκαλεί βλάβη, ο επιζήμιος, ο επιβλαβής: Οι βλαβερές συνέπειες του καπνίσματος είναι πλέον γνωστές σε όλους …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4βλαβερά — βλαβερός harmful neut nom/voc/acc pl βλαβερά̱ , βλαβερός harmful fem nom/voc/acc dual βλαβερά̱ , βλαβερός harmful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
5βλαβερώτερον — βλαβερός harmful adverbial comp βλαβερός harmful masc acc comp sg βλαβερός harmful neut nom/voc/acc comp sg …
6βλαβερωτάτων — βλαβερός harmful fem gen superl pl βλαβερός harmful masc/neut gen superl pl …
7βλαβερῶν — βλαβερός harmful fem gen pl βλαβερός harmful masc/neut gen pl …
8βλαβερόν — βλαβερός harmful masc acc sg βλαβερός harmful neut nom/voc/acc sg …
9βλαβερώτατα — βλαβερός harmful adverbial superl βλαβερός harmful neut nom/voc/acc superl pl …
10βλαβερώτατον — βλαβερός harmful masc acc superl sg βλαβερός harmful neut nom/voc/acc superl sg …