βλάστον
1βλαστόν — βλαστάνω bud aor part act masc voc sg βλαστάνω bud aor part act neut nom/voc/acc sg βλαστόν neut nom/voc/acc sg βλαστός shoot masc acc sg …
2βλάστον — βλαστάνω bud aor ind act 3rd pl (homeric ionic) βλαστάνω bud aor ind act 1st sg (homeric ionic) …
3βλαστά — βλαστόν neut nom/voc/acc pl …
4μεθίημι — (Α) 1. αφήνω, απολύω κάτι δεμένο ή χαλαρώνω κάτι τεντωμένο 2. λύνω, αφήνω κάποιον ελεύθερο, απελευθερώνω αιχμάλωτο («εἰ μὲν γὰρ κέ σε νῡν ἀπολύσομεν ἠὲ μεθῶμεν», Ομ. Ιλ.) 3. (για γυναίκα) διώχνω, αποπέμπω («ταύτην τε κελεύεις μετέντα θυγατέρα τὴν …
5βλαστός — I Επώνυμο λογίων, από διάφορες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, κυρίως κρητικής καταγωγής. 1. Αλέξανδρος (1816 – 1844). Γιατρός από τη Χίο. Το 1822 κατέφυγε στην Τεργέστη για να αποφύγει τους διωγμούς των Τούρκων. Ο ίδιος σπούδασε ιατρική στη… …
6κυηρός — κυηρός, ά, όν (Α) [κυώ] (κατά τον Ησύχ.) 1. αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση εγκυμοσύνης 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κυηρόν «ἔγκυον ἁπαλόν, βλαστόν» …
7μούσχανον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὸ βλαστόν» …
8βλαστοῖς — βλαστάω bring forth pres opt act 2nd sg (attic epic doric ionic) βλαστόν neut dat pl βλαστός shoot masc dat pl βλαστόω pres opt act 2nd sg βλαστόω pres subj act 2nd sg βλαστόω pres ind act 2nd sg …
9βλαστοῦ — βλαστάνω bud aor imperat mid 2nd sg (attic) βλαστάω bring forth pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic) βλαστόν neut gen sg βλαστός shoot masc gen sg βλαστόω pres imperat mp 2nd sg βλαστόω imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …
10βλαστῶ — βλαστάω bring forth pres imperat mp 2nd sg βλαστάω bring forth pres subj act 1st sg (attic epic ionic) βλαστάω bring forth pres ind act 1st sg (attic epic ionic) βλαστάω bring forth pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) βλαστάω bring… …
- 1
- 2