βι-βά-σκω
1σκω — και σκάω βλ. σκάζω …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2σκω — Ν βλ. σκάω …
3σκώ — Α (κατά τον Ησύχ.) «πεδίσκη» …
4σκῶ — σκάζω limp fut ind act 1st sg (attic epic ionic) …
5σκώμμαθ' — σκώ̱μματα , σκῶμμα jest neut nom/voc/acc pl σκώ̱μματι , σκῶμμα jest neut dat sg σκώ̱μματε , σκῶμμα jest neut nom/voc/acc dual …
6σκώμματ' — σκώ̱μματα , σκῶμμα jest neut nom/voc/acc pl σκώ̱μματι , σκῶμμα jest neut dat sg σκώ̱μματε , σκῶμμα jest neut nom/voc/acc dual …
7СКОЛ — • Σκω̃λος, 1. древнее местечко в Беотии на правом берегу Асона, у подошвы Киферона, лежащее на крутой возвышенности; отсюда пословица: ει̉ς Σκω̃λον μήτ αυ̉τός ίμεν, μήτ άλλω έπεσθαι. Здесь, по сказанию, Пенфей был растерзан Менадами.… …
8σκωμμάτων — σκω̱μμάτων , σκῶμμα jest neut gen pl …
9σκώλους — σκώ̱λους , σκῶλος pointed stake masc acc pl …
10σκώμμασι — σκώ̱μμασι , σκῶμμα jest neut dat pl …