βιβλιογράφος
1βιβλιογράφος — writer of books masc nom sg …
2βιβλιογράφος — ο (AM βιβλιογράφος, Α και βιβλιαγράφος) νεοελλ. αυτός που ασχολείται συστηματικά με τη βιβλιογραφία αρχ. μσν. γραφέας ή αντιγραφέας χειρογράφων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίον + γράφος] …
3βιβλιογράφος — ο, η αυτός που ασχολείται με τη βιβλιογραφία, είναι ειδικός στις βιβλιογραφικές εργασίες: Είναι τυχερός, γιατί ο καθηγητής του, που είναι δεινός βιβλιογράφος, τον βοήθησε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4βιβλιογράφοι — βιβλιογράφος writer of books masc nom/voc pl …
5βιβλιογράφον — βιβλιογράφος writer of books masc acc sg …
6βιβλιογράφου — βιβλιογράφος writer of books masc gen sg …
7βιβλιογράφους — βιβλιογράφος writer of books masc acc pl …
8βιβλιογράφων — βιβλιογράφος writer of books masc gen pl …
9-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …
10Κατσίμπαλης, Γεώργιος — (Αθήνα 1899 – 1978). Λόγιος και βιβλιογράφος. Ασχολήθηκε με τη βιβλιογραφία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Σπούδασε νομικά στο Μονπελιέ και στο Παρίσι. Το 1925 κυκλοφόρησε μία μετάφραση των ποιημάτων του Κωστή Παλαμά στο Λονδίνο, σε συνεργασία με… …