βιβλιογράφος

  • 11βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …

    Dictionary of Greek

  • 12βιβλιογραφία — Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά –στην αρχαιότητα ήταν άλλη η σημασία του– το 1632 από τον βιβλιόφιλο Λουί Ζακόμπ ντε Σεν Σαρλ (1608 1670) και μπορεί να ειπωθεί ότι και σήμερα ακόμα δεν έχει μια γενικώς παραδεκτή σημασία. Συχνά… …

    Dictionary of Greek

  • 13βιβλιογραφώ — (Μ βιβλιογραφῶ, έω) [βιβλιογράφος] νεοελλ. καταρτίζω τη βιβλιογραφία για κάποιον συγγραφέα ή θέμα μσν. γράφω ή αντιγράφω βιβλία …

    Dictionary of Greek

  • 14ευφροσύνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις τρεις Χάριτες, αδελφή της Αγλαΐας και της Θάλειας, κόρη του Δία και της Ευρυνόμης ή Αυτονόης. Άλλη παράδοση την αναφέρει ως κόρη της Νύχτας και του Ερέβους. II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. η… …

    Dictionary of Greek

  • 15λιβλάριος — λιβλάριος, ὁ (Α) γραμματέας, γραφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. librarius, ii «βιβλιογράφος, γραφέας» < liber «βιβλίο». Ο τ. λιβλάριος με αφομοιωτική τροπή τού ρ σε λ < λιβράριος] …

    Dictionary of Greek

  • 16Αγάπιος — I Όνομα λογίων και φιλοσόφων. 1. Αιρετικός, μαθητής του Μάνητα (3ος αι. μ.Χ.). Σύμφωνα με τον Φώτιο, έγραψε δύο έργα όπου εξέθετε μανιχαϊκές δοξασίες. 2. O Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.). Γιατρός και λόγιος από την Αλεξάνδρεια. Δίδαξε ιατρική στην… …

    Dictionary of Greek

  • 17Αγία Τριάδα — I Ο όρος σημαίνει ένα από τα κυριότερα δόγματατης χριστιανικής πίστης, γνωστόως το τριαδικό δόγμα.Αποτελεί το κεφάλαιον της πίστεως, τη βάση και το θεμέλιο της διδασκαλίας περί της απολύτρωσης και σωτηρίας του ανθρώπου. Εκφράζει την πίστη σε έναν …

    Dictionary of Greek

  • 18Αναστάσεβιτς, Ντιμίτρι — (1786 – 1845). Ρώσος βιβλιογράφος. Έργα του είναι οι βιβλιογραφίες στις βιβλιοθήκες Πλαβίτσικοφ της Πετρούπολης, του Σμέρντιν και επίσης η βιβλιογραφία του Σοπικόφ. Ο Α. μετέφρασε αρχαίους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς …

    Dictionary of Greek

  • 19Αντωνίου, Κωνσταντίνος — (18ος αι.). Είναι ο βιβλιογράφος του κώδικα αρ. 80 της Βιβλιοθήκης του Παρισιού, στον οποίο περιέχεται το Χρονικό του Γ. Φραντζή …

    Dictionary of Greek

  • 20Βαάνης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βυζαντινός στρατηγός (7ος αι. μ.Χ.). Πήρε μέρος στην εκστρατεία του αυτοκράτορα Ηρακλείου εναντίον των Περσών (618) και τον επόμενο χρόνο στάλθηκε εναντίον των Αράβων. Πέτυχε σημαντικές νίκες εναντίον τους και τελικά… …

    Dictionary of Greek