βιβλινος
1βίβλινος — και βύβλινος (Α) 1. (για γραφική ύλη) ο κατασκευασμένος από πάπυρο 2. φρ. «βίβλινος οἶνος» ονομασία κρασιού από θρακικά αμπέλια, από τη Νάξο ή τη Βύβλο της Φοινίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίβλος, βύβλος. Η λ. βίβλινος στη φρ. «βίβλινος οίνος» αβέβαιης… …
2βίβλινος — made of masc nom sg …
3βιβλίνου — βίβλινος made of masc gen sg …
4βιβλίνους — βίβλινος made of masc acc pl …
5βιβλίνων — βίβλινος made of masc gen pl …
6βιβλίνῳ — βίβλινος made of masc dat sg …
7βίβλινον — βίβλινος made of masc acc sg …
8BIBLINA — regio Thraciae, unde Biblinum vinum, quod alii a Biblia vite dictum volunt. Demus vero Delius Naxium interpretatur, quoniam Biblus Naxi fluv. sit. Suidas, Βιβλινος ὀινος, ἀυςτήρος, ἀπὸ Βιβλίνης οὕτω καλουμὲνης Θρακίας ἀμπέλου. Huius vini meminit… …
9-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …
10βύβλινος — βύβλινος, η, ον (AM) κατασκευασμένος από βύβλο, από πάπυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βύβλος (βλ. βίβλινος)] …
- 1
- 2