βια
1βία — βίᾱ , βία bodily strength fem nom/voc/acc dual βίᾱ , βία bodily strength fem nom/voc sg (attic doric aeolic) βίᾱ , βιάω constrain pres imperat act 2nd sg βίᾱ , βιάω constrain imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
2βία — Θεότητα της μυθολογίας που προσωποποιεί τη δύναμη και την επιβολή. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου, ήταν κόρη του Τιτάνα Πάλλαντα και της Ωκεανίδας Στύγας. Η B., μαζί με τη μητέρα της και τα αδέλφια της (Κράτος, Ζήλος και Νίκη), βοήθησε τον… …
3βίᾳ — βίαι , βία bodily strength fem nom/voc pl βίᾱͅ , βία bodily strength fem dat sg (attic doric aeolic) …
4βία — η 1. ο βίαιος τρόπος, ο καταναγκασμός: Ο βίαιος τρόπος του τον κάνει αντιπαθητικό. 2. βιασύνη, σπουδή: Δε χρειάζεται να δείξεις βία εφόσον πρόκειται για τόσο σοβαρή απόφαση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5βια — η η σπουδή, η βιασύνη: Σε γνωρίζω από την όψη που με βια μετράει τη γη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6-βία — (απόδοση στα Ελληνικά του νεολατινικού bia, που προέρχεται από τον ενικό θηλυκού ή τον πληθυντικό ουδετέρου του bius «αυτός που έχει έναν ειδικό (ή εξειδικευμένο τρόπο ζωής») επίθημα που χρησιμοποιείται στην ορολογία διαφόρων επιστημονικών κλάδων …
7βιᾷ — βιάω constrain pres subj mp 2nd sg βιάω constrain pres ind mp 2nd sg (epic) βιάω constrain pres subj act 3rd sg βιάω constrain pres ind act 3rd sg (epic) βιάζω constrain fut ind mid 2nd sg (epic) βιάζω constrain fut ind act 3rd sg (epic) …
8Βία — Βίας masc voc sg (epic) …
9βιάσας — βιά̱σᾱς , βιάω constrain pres part act fem acc pl (doric) βιά̱σᾱς , βιάω constrain pres part act fem gen sg (doric) βιά̱σᾱς , βιάω constrain aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) βιά̱σᾱς , βιάω constrain aor part act masc nom/voc sg …
10βιάσῃ — βιά̱σῃ , βιάω constrain aor subj mid 2nd sg (attic) βιά̱σῃ , βιάω constrain aor subj act 3rd sg (attic) βιά̱σῃ , βιάω constrain aor subj mid 2nd sg (doric aeolic) βιά̱σῃ , βιάω constrain aor subj act 3rd sg (doric aeolic) βιά̱σῃ , βιάω constrain… …