βερνικώνω
1βερνικώνω — βερνικώνω, βερνίκωσα βλ. πίν. 3 …
2βερνικώνω — 1. αλείφω μια επιφάνεια με βερνίκι, στιλβώνω, λουστράρω 2. φρ. (για πρόσωπα) «κέρατο βερνικωμένο» δύστροπος, κακός, αντιπαθητικός …
3βερνικώνω — ωσα, βερνικωμένος 1. καλύπτω μια επιφάνεια με βερνίκι αλείφοντάς το, λουστράρω: Πρέπει να βερνικώσω όλες τις πόρτες για να μη σαπίσουν. 2. φρ., «κέρατο βερνικωμένο», ο δύστροπος, ο αντιπαθητικός άνθρωπος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4αβερνίκωτος — η, ο [βερνικώνω] 1. αυτός που δεν έχει επιχριστεί με βερνίκι, αλουστράριστος, αγυάλιστος 2. (για πρόσωπα που δεν κρατούν τα προσχήματα) «μούτρα αβερνίκωτα», δηλ. αναιδή, ξετσίπωτα …
5μπογιατίζω — και μπογιαντίζω 1. βάφω, χρωματίζω με ελαιοχρώματα ή υδροχρώματα 2. (σχετικά με υποδήματα) επαλείφω με βερνίκι, βερνικώνω, στιλβώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. boyadim, αόρ. τού boyamak] …
6υαλοβερνίκωση — η, Ν τεχνολ. επάλειψη πήλινων κυρίως αντικειμένων με υαλοβερνίκωμα προκειμένου να καταστούν υδατοστεγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + βερνικώνω] …
7γυαλίζω — γυάλισα, γυαλίστηκα, γυαλισμένος 1. μτβ., κάνω κάτι λείο, λουστράρω, βερνικώνω: Γυάλισα το πάτωμα. 2. αμτβ., λάμπω, ακτινοβολώ: Γυαλίζουν τα μάτια της μόλις βλέπει κοσμήματα. 3. μτφ., δελεάζω κάποιον με χρήματα: Αν του γυαλίσεις κάτι, θα σου πει… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
8λουστρίζω — λούστρισα, γυαλίζω, βερνικώνω, λουστραρίζω (βλ. λ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
9λουστραρίζω — λουστράρισα, λουστραρισμένος, και λουστράρω λούστραρα (λ. ιταλ.), γυαλίζω, βερνικώνω: Ο επιπλοποιός λουστράρισε την τραπεζαρία μας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)