Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

βερεσέ

См. также в других словарях:

  • βερεσέ — (λ. τουρκ.), επίρρ. τροπ. 1. χωρίς πληρωμή, με πίστωση: Δεν μπορείς να ψωνίσεις βερεσέ όπως γινόταν παλαιότερα. 2. φρ., «Τ ακούω βερεσέ», δεν παίρνω κάτι στα σοβαρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βερεσές — ο Ι. 1. αγορά με πίστωση, πίστωση 2. πληθ. οι βερεσέδες ή τα βερεσέδια χρέη που οφείλονται σε έμπορο από αγορά με πίστωση II. επίρρ. βερεσέ χωρίς πληρωμή, με πίστωση (φρ. «πήρα βερεσέ το λάδι») III. μτφ. «τ ακούω βερεσέ» δεν τα λαμβάνω σοβαρά υπ… …   Dictionary of Greek

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

  • πίστωση — η / πίστωσις ΝΜΑ [πιστώ] νεοελλ. 1. η ενέργεια τού πιστώνω, η συναλλαγή μεταξύ δύο μερών στην οποία το ένα μέρος, ο πιστωτής ή δανειστής, προσφέρει χρήμα, αγαθά, υπηρεσίες ή χρεώγραφα, με αντάλλαγμα μια μελλοντική υπόσχεση πληρωμής από το άλλο… …   Dictionary of Greek

  • τζάμπα — και τσάμπα Ν επίρρ. 1. χωρίς χρήματα, χωρίς πληρωμή, δωρεάν 2. πολύ φθηνά, πάμφθηνα 3. φρ. α) «τζάμπα ξίδι, γλυκό σαν μέλι» είναι ευπρόσδεκτη οποιαδήποτε δωρεά όσο μικρής αξίας κι αν είναι β) «[πήγε ή χάθηκε] τζάμπα και βερεσέ» [χάθηκε ή πέθανε]… …   Dictionary of Greek

  • ακούω — άκουσα, ακούστηκα, ακουσμένος 1. ως αμτβ., έχω την αίσθηση της ακοής: Τελευταία δεν ακούω και τόσο καλά. 2. ως μτβ., καταλαβαίνω κάτι με την ακοή: Ακούω κούφια τα τουφέκια, ακούω σμίξιμο σπαθιών… (Σολωμός). 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω: Άκουσα ότι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βερεσές — ο η πίστωση: Νομίζω πως θα μου κόψουν πια το βερεσέ, με τόσα που τους χρωστάω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσέτουλα — η (λ. ιταλ.) 1. μικρό ξύλο, όπου παλιότερα σημείωναν με εγκοπές την πίστωση, το βερεσέ. 2. ως επίρρ., χωρίς πληρωμή, σελέμικα: Ήταν λαθρεπιβάτης, ταξίδεψε τσέτουλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»