βερέσχεϑοι
1βερέσχεθοι — βερέσχεθοι, οι (Α) βλάκες …
2βερέσχεθοι — the Powers of Folly masc nom/voc pl βερέσχεθος masc nom/voc pl …
3κόβαλος — κόβαλος, ὁ (Α) 1. πανούργος, δόλιος, απατεώνας 2. είδος πτηνού που μοιάζει με την κουκουβάγια («ἔστι δὲ κόβαλος καὶ μιμητής... καθάπερ γλαῦξ», Αριστοτ.) 3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Κόβαλοι κακοποιὰ δαιμονικά όντα («Βερέσχεθοί τε καὶ Κόβαλοι… …