-
1 βενζίνη
[вэнзини] ουσ. в. бэнзин.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βενζίνη
-
2 бензин
бензинм ἡ βενζίνη, ἡ μπενζίνα:авиационный \бензин ἡ βενζίνη ἀεροπλάνων; заправляться \бензином ἐφοδιάζομαι μέ βενζίνη, παίρνω (или γεμίζω) βενζίνη. -
3 бензозаправщик
το όχημα μεταφοράς και τροφοδότησης με βενζίνη, το αυτοκίνητο εφοδιασμού με βενζίνη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бензозаправщик
-
4 бензин
-
5 бензин
η βενζίνηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бензин
-
6 бензин-растворитель
η βενζίνη-διαλυτικόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бензин-растворитель
-
7 бензостойкий
ανθεκτικός στη βενζίνη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бензостойкий
-
8 маслобензостойкость
η ανθεκτικότητα σε λάδι και βενζίνη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > маслобензостойкость
-
9 резина
το ελαστικό κόμμι, το λάστιχοвулканизировать - у ενθειώνω το -, θειώνω το -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > резина
-
10 станция
ο σταθμόςатомная - ατομικός -, πυρηνικός -бензозаправочная - ανεφοδιασμού με βενζίνη, το πρατήριο βενζίνηςводоочистная - καθαρισμού/επεξεργασίας νερούгидроакустическая - υδροακουστικός -, το υδρόφωνοкомпрессорная - συμπίεσης/κο-μπρεσέρконечная - τελικός -, το τέρμαпассажирская - επι-βατηγός/επιβατικός -приёмная рад. - ραδιολήψηςсортировочная ж.-д. - διαλογήςшумопеленгаторная - ηχοεντοπιστικός -, η ηχοεντοπιστική συσκευήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > станция
-
11 заправить
заправить, заправлять (горючим) εφοδιάζω με καύσιμη ύλη \заправиться (горючим ) παίρνω (или γεμίζω) βενζίνη* * *= заправлять -
12 заправиться
(горючим) παίρνω ( или γεμίζω) βενζίνη -
13 малолитражный
малолитражныйприл:\малолитражный автомобиль τό αὐτοκίνητο μέ λίγους κυλίνδρους, τό αὐτοκίνητο πού καταναλίσκει λίγη βενζίνη. -
14 бензин
[μπινζίν] ουσ. α βενζίνη -
15 малолитражный
[μαλαλιτράζνυϊ] εκ. που καταναλίσκει λίγη βενζίνη (αυτοκίνητο) -
16 бензин
[μπινζίν] ουσ α βενζίνη -
17 малолитражный
[μαλαλιτράζνυϊ] επ που καταναλίσκει λίγη βενζίνη (αυτοκίνητο) -
18 бензин
-а (-у) α.βενζίνη, -α. -
19 бензозаправщик
-а α.αυτοκίνητο εφοδιασμού με βενζίνη. -
20 газолин
-а (-у) α.γκαζολίνη, αιθέρας πετρελαϊκός, βενζίνη.
См. также в других словарях:
βενζίνη — Καύσιμο μείγμα υδρογονανθράκων προερχόμενο από το πετρέλαιο ή παραγόμενο συνθετικά. Η σύνθεση της β. ποικίλλει ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής της, έτσι ώστε να έχουμε διαφορετικές β. Γενικά, με τον όρο αυτό εννοούνται υγρά μείγματα… … Dictionary of Greek
βενζίνη — η (λ. γαλλ.), το όνομα ελαφρού και εύφλεκτου προϊόντος του αργού πετρελαίου, που χρησιμοποιείται κυρίως ως καύσιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
εξαερωτής ή καρμπιρατέρ — Μηχανικό όργανο που παρέχει και αναμειγνύει το καύσιμο και τον αέρα κατά την τροφοδοσία των κινητήρων εσωτερικής καύσης, με ανάφλεξη μέσω σπινθήρα. Παλαιότερα ονομαζόταν αναμείκτης ανθρακωτής ή αναμεικτήρας. Μέχρι και τη δεκαετία του 1980 η… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… … Dictionary of Greek
βενζινάκατος — Ταχύ σκάφος μικρού εκτοπίσματος, εφοδιασμένο με έναν ή δύο κινητήρες εσωτερικής καύσης. Τα κριτήρια και τα υλικά για την κατασκευή των β. είναι όμοια με αυτά που εφαρμόζονται για άλλα πλωτά μέσα μικρών διαστάσεων. Το μεγαλύτερο μέρος του σκάφους… … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
μπενζίνα — και μπεζίνα, η 1. βενζίνη 2. βενζινοκίνητο πλοιάριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. benzine (βλ. λ. βενζίνη)] … Dictionary of Greek
καύσιμο — Υλικό που χρησιμοποιείται στους κινητήρες έκρηξης και στους κινητήρες ντίζελ. Τα κ. έχουν διαφορετικές ιδιότητες, ανάλογα με τον τύπο του κινητήρα για τον οποίο προορίζονται. Για τους κινητήρες έκρηξης έχει υιοθετηθεί ως υγρό κ. η βενζίνη. Τα κ.… … Dictionary of Greek
αμόλυβδος — η, ο αυτός που δεν περιέχει μόλυβδο. Λέγεται συνήθως για τη βενζίνη: Το αυτοκίνητό μου κινείται με αμόλυβδη βενζίνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)