-
1 βελόνα
[вэлона] ουσ. Θ. игла, вязальная спицаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βελόνα
-
2 игла
-
3 спица
спица ж 1) (вязальная) η βελόνα 2) (колеса ) η ακτίνα (τροχού)* * *ж1) ( вязальная) η βελόνα2) ( колеса) η ακτίνα (τροχού) -
4 звукосниматель
1. (фонограф) о αναπα-ραγωγέας ήχουτο πίκ-απ (ξεν.)2. (игла) η βελόνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > звукосниматель
-
5 игла
η βελόνη, η βελόνα. - воздухозаборника ав. о κώνος αναρρόφησης του αέρα, вязальная - πλεξίματος, гравировальная - του χαράκτηморская - зоол. см. игла -рыба - распылителя (форсунки двигателя) - του ψεκαστήρα- регулируемого сопла (ркт.) - του ρυθμιζόμενου ακροφυσίουсапожная - του υποδηματοποιού/τσαγκάρηкотировочная полигр. - ρύθμισηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > игла
-
6 игла-рыба
зоол. η βελόνα, η ζαργάνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > игла-рыба
-
7 иголка
η (μικρή) βελόναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > иголка
-
8 крючок
το άγκιστρ/ο, ο γάντζος, το αγκίστριРусско-греческий словарь научных и технических терминов > крючок
-
9 маслёнка
тех. о λιπαντήρας, το ελαιο-δοχείοигольчатая - με βελόνη/βελόναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > маслёнка
-
10 прошивка
1. (пришивание, зашивание) η συρραφή 2. тех. (инструмент) το συρ-ραπτικό 3. тех. (операция) η κοίλανση ή η διάτρηση (με κεφαλή/βελόνα της κοίλανσης) 4. (в производстве бесшовных труб) το κοίλο τεμάχιο και η παραγωγή κοίλων τεμαχίων (στη σωληνοποιΐα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прошивка
-
11 пруток
1. тех. η ράβδος, η βέργα 2 (вязальная игла) η βελόνα (για πλέξιμο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пруток
-
12 смазка
1. (вещество) το λιπαντικό, το γράσο (ξεν.)консистентная - συνεκτικό -, το γράσο2. (действие) η λίπανσηфитильная - διά φυτι-λίου/σίφωνοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > смазка
-
13 спица
1. (колеса) η ακτίνα 2. (вязальная) η βελόνα (πλεξίματος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > спица
-
14 шип
1. тех. η βελόναη σφήναдвойной - (дер.-об.) διπλή -угловой - γωνιακή - 2 бот. η άκανθα, το αγκάθιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > шип
-
15 вдевать
вдеватьнесов περνώ, διαπερνώ, βάζω:\вдевать ни́тку в иголку περνῶ τήν κλωστή στή βελόνα; \вдевать но́гу в стремя περνώ (или βάζω) τό πόδι στον ἀναβολέα. -
16 вязальный
вязальн||ыйприл τοῦ πλεξίματος:\вязальныйая спица ἡ βελόνα τοῦ πλεξίματος· \вязальный крючок ἡ ἀγκολοβελόνα, τό κροσέ· \вязальныйая машина ἡ πλεκτική μηχανή. -
17 нитка
ни́т||каж ἡ κλωστή, τό νήμα:шелковые \ниткаки τά μεταξωτά νήματα, οἱ μεταξωτές κλωστές, τό μετάξι· кату́шка \ниткаок ὁ μακαρᾶς, ἡ κουβαρίστρα· \нитка жемчуга ἡ κλωστή τῶν μαργαριταριών вдевать \ниткаку в иголку περνῶ κλωστή στή βελόνα· ◊ сшить на живу́ю \ниткаку τρυπώνω· промокнуть до \ниткаки γίνομαι μουσκίδι, γίνομαι μούσκεμα· обобрать до \ниткаки ξεγυμνώνω, κατακλέβω, ἀφήνω κάποιον μέ τό πουκάμισο· шито белыми \ниткаками εἶναι φῶς φανάρι, χτυπάει στό μάτι. -
18 продевать
продеватьнесов περνώ:\продевать нитку в иголку περνώ τήν κλωστή στή βελόνα. -
19 спица
спи́ц||аж1. (для вязания) ἡ βελόνα τοῦ πλεξίματος, τό κροσέ·2. (колеса) ἡ ἀκτίνα· ◊ быть последней (или пятой) \спицаей в колеснице погов. εἶμαι ὁ πέμπτος τροχός τής ἀμάξης. -
20 яблоко
яблок||ос τό μήλο[ν]· ◊ глазное \яблоко анат. ὁ βολβός (τοῦ ματιοῦ)· адамово \яблоко анат. τό μήλο[ν] τοῦ 'Αδάμ, τό καρύδι τού λαιμοῦ· \яблоко раздора τό μήλο[ν] τής ἐριδος· лошадь в \яблокоах ἄλογο μέ βοῦλ-λες· \яблокоу негде упасть ὁὔτε βελόνα δέν μπορεί νά πέσει· \яблоко от яблони недалеко́ падает посл. τό μήλο κάτω ἀπ' τή μηλιά θά πέσει, κατά μάννα κατά κύρη κάνανε καί γιό Ζαφείρη.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βελόνα — η 1. επίμηκες, λεπτό και μυτερό εργαλείο με τρύπα στο πάνω άκρο του, με το οποίο πλέκουν, ράβουν ή κεντούν, η ραφίδα: Για να ράψεις ένα κουμπί χρειάζεσαι κλωστή και βελόνα. 2. καθετί που μοιάζει με βελόνα, π.χ. καρφί, τα φύλλα των πεύκων κ.ά. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βελόνα — Μικρό νησί του νοτιοδυτικού Αιγαίου. Βρίσκεται ανάμεσα στη Λέρο και στην Κάλυμνο. * * * η (AM βελόνη) 1. λεπτό μετάλλινο όργανο ραφής με αιχμηρή άκρη και τρύπα στο πλατύτερο μέρος του για να περνάει η κλωστή 2. η λεπτή αιχμή οποιουδήποτε… … Dictionary of Greek
βελόνας — βελόνᾱς , βελόνη needle fem acc pl βελόνᾱς , βελόνη needle fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμόφωνο — Συσκευή που αναπαραγάγει ήχους και λέξεις με καθαρά μηχανικά μέσα. Ο Σιρανό ντε Μπερζεράκ (1619–1655) έκανε λόγο σε κάποιο έργο του για χαραγμένες σελίδες, από τις οποίες περνά μία βελόνα αναπαράγοντας λέξεις και μουσική. Ο Άγγλος φυσικός Θ.… … Dictionary of Greek
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek
δαντέλα — Λεπτότατο διαφανές πλέγμα από λινή, βαμβακερή, μεταξωτή ή χρυσή κλωστή. Σήμερα κατασκευάζονται δ. και από συνθετικές ίνες, νάιλον κλπ. Η λέξη δ. προέρχεται από το γαλλικό dentelle (με ετυμολογία από τη λέξη dent που σημαίνει δόντι) και… … Dictionary of Greek
καρφοβελόνα — και καρφοβελόνη, η 1. λεπτό και επίμηκες σιδερένιο καρφί 2. η καρφίτσα με μήκος μεγαλύτερο από το συνηθισμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρφί + βελόνα (< βελόνα), πρβλ. καλτσο βελόνα, σακο βελόνα] … Dictionary of Greek
βελονιά — η 1. τρύπημα με βελόνα 2. απόσταση μεταξύ δύο διαδοχικών τρυπημάτων υφάσματος με βελόνα 3. είδος ραφής με βελόνα («πυκνή...» «αραιή βελονιά») 4. κέντημα, ποίκιλμα 5. οξύς και σύντομος πόνος («νιώθω βελονιές στα πόδια μου») … Dictionary of Greek
τατουάζ — (tatouage, και συχνά ελληνικά δερματοστιξία). Η συνήθεια να χαράζουν επάνω στο δέρμα διάφορα σχέδια. Η λέξη τ., που έγινε διεθνής, κατάγεται από λέξη της παλαιάς γλώσσας της Ταϊτής, όπου η συνήθεια ονομαζόταν τατάου. Ανάλογα με το χρώμα του… … Dictionary of Greek
βελόνιασμα — το 1. το πέρασμα της κλωστής στη βελόνα. 2. το ράψιμο με βελόνα. 3. το τρύπημα, το αγκύλωμα από βελόνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ένεση — Μέθοδος εισαγωγής φαρμάκου ή εμβολίου στους ιστούς ή στο αίμα, με τη χρήση κατάλληλου οργάνου. Τα κύρια πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής, σε σχέση με τη χορήγηση των φαρμάκων από το στόμα, είναι η δυνατότητα να υπολογίζεται με ακρίβεια η δόση, η… … Dictionary of Greek