βεβηκα
1βέβηκα — βαίνω walk perf ind act 1st sg …
2βεβήκασι — βεβήκᾱσι , βαίνω walk perf ind act 3rd pl …
3βεβήκασιν — βεβήκᾱσιν , βαίνω walk perf ind act 3rd pl …
4βέβηκ' — βέβηκα , βαίνω walk perf ind act 1st sg βέβηκε , βαίνω walk perf imperat act 2nd sg βέβηκε , βαίνω walk perf ind act 3rd sg …
5Вспомогательный глагол — глагол, первоначально с определенным самостоятельным значением, который употребляется в роли и значении простых образовательных элементов суффиксов и окончаний. В различных индоевропейских языках можно часто встретить так называемые… …
6Глагол в праиндоевропейском языке — Глагол  часть речи праиндоевропейского языка. Глагол в праиндоевропейском языке обладал категориями лица, числа, времени, залога и наклонения[1]. Реконструкция праиндоевропейской глагольной системы  самая трудная область… …
7MULIER — in Iure Anglico, dicitur filius ex uxore legitima quidem, sed quam ante nuptias maritus in concubinatu agnoverat, bastardôque ex illa susceptô, eam demum matrimonio sibi copulaverat, natus. Littleton Sect. 399. Apud veteres Scriptores non raro a… …
8βέβαιος — η, ο (AM βέβαιος, α, ον) 1. (για πράγμα) αναμφισβήτητος, αναμφίβολος, σίγουρος 2. (για πρόσωπο) σταθερός νεοελλ. (για πρόσωπο) εκείνος που γνωρίζει κάτι καλά, ο πεπεισμένος για κάτι αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. βέβαιον, το βεβαιότητα, σταθερότητα… …
9βέβηλος — η, ο (AM βέβηλος, ον) 1. ασεβής, άπιστος 2. μιαρός, ανίερος 3. ανέντιμος, ανήθικος αρχ. μσν. αυτός που δεν έχει καθαρθεί, αμύητος σε μυστηριακή λατρεία μσν. (για φαγητό) ακάθαρτος, απαγορευμένος, εφ όσον προέρχεται από ειδωλολατρική θυσία αρχ. 1 …
10τετραίνω — και τιτραίνω και τιτράω και τίτρημι Α τρυπώ, διατρυπώ («οἷά τις σιφνεὺς κευθνῶνος ἐν σήραγγι τετρήνας μυχούς», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *ter «τρίβω» που απαντά και με μονοσύλλαβη μορφή τερ (πρβλ. τείρω, λατ. tero) και με… …