βεβαιωτής
1βεβαιωτής — one who gives assurance of masc nom sg …
2βεβαιωτής — ο (Α βεβαιωτής) [βεβαιώ] 1. εκείνος που επιβεβαιώνει ή επικυρώνει κάτι 2. ο εγγυητής …
3βεβαιωταί — βεβαιωτής one who gives assurance of masc nom/voc pl …
4βεβαιωτῇ — βεβαιωτής one who gives assurance of masc dat sg (attic epic ionic) …
5βεβαιωτήν — βεβαιωτής one who gives assurance of masc acc sg (attic epic ionic) …
6βεβαιωτάς — βεβαιωτά̱ς , βεβαιωτής one who gives assurance of masc acc pl βεβαιωτά̱ς , βεβαιωτής one who gives assurance of masc nom sg (epic doric aeolic) …
7βεβαιωτικός — ή, ό (AM βεβαιωτικός, ή, όν) [βεβαιωτής] ικανός, κατάλληλος για επιβεβαίωση, επιβεβαιωτικός νεοελλ. γραμμ. «βεβαιωτικά μόρια» άκλιτες λέξεις που σημαίνουν κατάφαση με βεβαιότητα της έννοιας μιας λέξης ή πρότασης …