βεβαιωτικός
1βεβαιωτικός — confirmatory masc nom sg …
2βεβαιωτικός — ή, ό (AM βεβαιωτικός, ή, όν) [βεβαιωτής] ικανός, κατάλληλος για επιβεβαίωση, επιβεβαιωτικός νεοελλ. γραμμ. «βεβαιωτικά μόρια» άκλιτες λέξεις που σημαίνουν κατάφαση με βεβαιότητα της έννοιας μιας λέξης ή πρότασης …
3βεβαιωτικός — ή, ό επίρρ. βεβαιωτικά 1. αυτός που επιβεβαιώνει, επικυρώνει κάτι: Οι πράξεις του είναι βεβαιωτικές των λόγων του. 2. καταφατικός: Βεβαιωτικά μόρια. – Βεβαιωτικά επιρρήματα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4βεβαιωτικά — βεβαιωτικός confirmatory neut nom/voc/acc pl βεβαιωτικά̱ , βεβαιωτικός confirmatory fem nom/voc/acc dual βεβαιωτικά̱ , βεβαιωτικός confirmatory fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5βεβαιωτικόν — βεβαιωτικός confirmatory masc acc sg βεβαιωτικός confirmatory neut nom/voc/acc sg …
6βεβαιωτικοί — βεβαιωτικός confirmatory masc nom/voc pl …
7βεβαιωτικῆς — βεβαιωτικός confirmatory fem gen sg (attic epic ionic) …
8βεβαιωτική — βεβαιωτικός confirmatory fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
9βεβαιωτικήν — βεβαιωτικός confirmatory fem acc sg (attic epic ionic) …
10βεβαιωτικῶς — βεβαιωτικός confirmatory adverbial …
- 1
- 2