βδελύκτροπος
1βδελύκτροπος — βδελύκτροπος, ον (Α) βδελυκτός, αποτρόπαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *βδελυκτο τροπος, με συλλαβική ανομοίωση < βδελυκτός + τρόπος] …
2βδελύκτροποι — βδελύκτροπος masc/fem nom/voc pl βδελυκτός disgusting masc/fem nom/voc pl …
1βδελύκτροπος — βδελύκτροπος, ον (Α) βδελυκτός, αποτρόπαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *βδελυκτο τροπος, με συλλαβική ανομοίωση < βδελυκτός + τρόπος] …
2βδελύκτροποι — βδελύκτροπος masc/fem nom/voc pl βδελυκτός disgusting masc/fem nom/voc pl …