βγάλε

  • 1Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… …

    Wikipedia Español

  • 2κόρακας — I Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών. 2. Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο… …

    Dictionary of Greek

  • 3λουρί — το (Μ λωρίον) ταινία, συνήθως δερμάτινη, για διάφορες χρήσεις, ιμάντας (α. «κόπηκαν τα λουριά τού αλόγου» β. «το λουρί τής μηχανής χαλάρωσε» γ. «είχε το σκυλί του δεμένο με ένα μακρύ λουρί») νεοελλ. 1. στενό και επίμηκες τμήμα επιφάνειας, λωρίδα… …

    Dictionary of Greek

  • 4περίδρομος — (I) ο, ΝΜΑ στοά ή δίοδος γύρω από έναν χώρο ή γύρω από ένα οικοδόμημα («ἐποίησε ἐπὶ τῶν οἰκημάτων περιδρόμους καὶ ἐπάλξεις», Ξεν.) νεοελλ. 1. παρωνυχία, φλεγμονή τής δερματικής πτυχής που περιβάλλει το νύχι 2. ισχυρός σπασμωδικός πόνος τού… …

    Dictionary of Greek

  • 5σκούφια — η, Ν 1. κάλυμμα τού κεφαλιού, σκούφος 2. ειδικός σκούφος για βρέφη 3. λοφίο από φτερά που υπάρχει στο κεφάλι μερικών πτηνών 4. φρ. α) «βγάλε την σκούφια σου και χτύπα με» λέγεται για εκείνους που ονειδίζουν τις πράξεις άλλων, στις οποίες όμως και …

    Dictionary of Greek

  • 6σπόρια — τα, Ν 1. οι σπόροι, τα σπέρματα («βγάλε τα σπόρια από τις ντομάτες») 2. ψημένοι σπόροι ηλιόσπορου ή κολοκυθιού, πασατέμπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τού σπόρ ι(ον), υποκορ. τού αρχ. σπόρος ή υποχωρητ. σχηματ. από σπόρος κατά το σχήμα λόγος: λόγια] …

    Dictionary of Greek

  • 7συχαρίκια — τα / συγχαρίκια, ΝΜ, και συγχαρίκεια Μ 1. δώρο σε αυτόν που φέρνει ευχάριστα νέα νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) ευχάριστα νέα, ευχάριστες ειδήσεις 2. συγχαρητήρια 3. φρ. «πάρ τη σκούφια μου συχαρίκια» ή «βγάλε το σκουλαρίκι σου και δώσ το για τα… …

    Dictionary of Greek

  • 8φόρο — το / φόρον, ΝΜΑ, και φόρος, ο, ΝΜ η αγορά, η περιοχή τής αγοράς νεοελλ. φρ. «τά βγάλε στο φόρο» [ή στα φόρα]» τά φανέρωσε δημόσια, τά αποκάλυψε μσν. η περιοχή τού δικαστηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. forum «αγορά» (πρβλ. και νεοελλ. φόρουμ). Ο νεοελλ …

    Dictionary of Greek

  • 9χείλος — ους, το / χεῖλος, είλους και είλεος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χῆλος και αιολ. τ. χέλλος Α 1. καθεμία από τις δύο σαρκώδεις πτυχές τού δέρματος που αποτελούν το περίγραμμα τής στοματικής σχισμής, το χείλι και αχείλι 2. μτφ. (για πράγμ.) το ακραίο τμήμα… …

    Dictionary of Greek

  • 10ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …

    Dictionary of Greek