βγάζω την

  • 1βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …

    Dictionary of Greek

  • 2πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… …

    Dictionary of Greek

  • 3καρδιουλκώ — καρδιουλκῶ, έω (Α) 1. βγάζω την καρδιά τού θύματος και την τυλίγω με ξύγκι για να τήν κάψω 2. επιγρ. (για φυτά) βγάζω την καρδιά ή την ψίχα τού φυτού, την εντεριώνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + ουλκῶ (< ουλκός < ὁλκή ή ὁλκός), πρβλ. εμβρυ… …

    Dictionary of Greek

  • 4άκρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ., 221 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ελασσόνος του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αντιχασίων. * * * και άκρα, η (Α ἄκρη και ἄκρα) (Ν και άκρια) 1. το έσχατο όριο ή σημείο πράγματος ή εκτάσεως (σε αντιδιαστολή …

    Dictionary of Greek

  • 5εξεντερίζω — και ξεντερίζω (Α ἐξεντερίζω) βγάζω τα έντερα αρχ. (για φυτά) βγάζω την εντεριώνη …

    Dictionary of Greek

  • 6ξεψυχώ — άω 1. εγκαταλείπω τη ζωή παραδίδοντας την ψυχή μου, το πνεύμα μου, πεθαίνω 2. φθίνω σιγά σιγά, λιγοστεύω σταδιακά, σβήνω («το καντήλι ξεψυχά») 3. επιθυμώ με πάθος, ποθώ («ξεψυχάει για γλέντια») 4. βασανίζω κάποιον υπερβολικά, ταλαιπωρώ, τού βγάζω …

    Dictionary of Greek

  • 7τάρα — (I) και ντάρα, η, Ν 1. η διαφορά μικτού και καθαρού βάρους, το απόβαρο 2. φρ. α) «παίρνω την τάρα» ζυγίζω το απόβαρο β) «βγάζω την τάρα» αφαιρώ το απόβαρο για να βρω το καθαρό βάρος γ) «μάς βγάλανε ντάρα» μτφ. δεν μάς υπολόγισαν, δεν μάς… …

    Dictionary of Greek

  • 8αποκιδαρώ — ἀποκιδαρῶ ( όω) (Α) βγάζω την κίδαριν* από το κεφάλι μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + κίδαρις «κάλυμμα της κεφαλής των Περσών βασιλέων»] …

    Dictionary of Greek

  • 9εξαγκυρώ — ἐξαγκυρῶ, όω (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐξαγκυρῶσαι θύραν ἐκστροφῶσαι» βγάζω την πόρτα από τις στρόφιγγες …

    Dictionary of Greek

  • 10εξαλμίζω — και ξαρμίζω (Α ἐξαλμίζω) [άλμη] νεοελλ. ξαλμυρίζω, βγάζω την άλμη αρχ. κάνω κάτι πολύ αλμυρό …

    Dictionary of Greek