βα-θμός

  • 21γευθμός — γευθμός, ο (Α) η γεύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεύομαι + (επίθημα) θμός (πρβλ. βαθμός, κλαυθμός, μηνιθμός] …

    Dictionary of Greek

  • 22θεσμός — ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός) το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνία νεοελλ. ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός τού …

    Dictionary of Greek

  • 23ιαυθμός — ἰαυθμός και ἰαθμός, ὁ (Α) 1. φωλιά, σπηλιά 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὕπνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ιαύω «διανυκτερεύω» + θμος] …

    Dictionary of Greek

  • 24ινηθμός — ἰνηθμός, ὁ (Α) κένωση, κάθαρση τής κοιλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰνέω + θμός*] …

    Dictionary of Greek

  • 25ισθμός — Στενή λωρίδα γης που ενώνει δύο ξηρές και χωρίζει δύο θάλασσες. Οι ι. δημιουργούνται από διάφορα αίτια: ηφαιστειακές, αιολικές ή ιζηματογενείς αποθέσεις, τεκτονικές μεταβολές του γήινου φλοιού, βραδυσεισμικές κινήσεις κ.ά. Στη σύγχρονη εποχή οι… …

    Dictionary of Greek

  • 26στάθμη — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στάθμα Α 1. λεπτό σχοινί τών ξυλουργών για να σημειώνουν, αφού τό εμποτίσουν σε χρώμα, ευθείες γραμμές σε ξύλα ή σανίδες που πρόκειται να κοπούν ή να πελεκηθούν (α. «ὥστε στάθμη δόρυ νήϊον ἐξιθύνει τέκτονος ἐν παλάμῃσι», Ομ.… …

    Dictionary of Greek

  • 27στέμμα — Καθετί που χρησιμοποιείται για στεφάνωμα, και κυρίως το διάδημα (ταινία που περιδένει τα μαλλιά ή η κορόνα) του κεφαλιού ως σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Γενικότερα είναι και η ίδια η βασιλική εξουσία, ο βασιλιάς και η απεικόνιση του στις… …

    Dictionary of Greek

  • 28σταχάνη — ἡ, ΜΑ 1. ζυγός, ζυγαριά 2. φρ. «δικαιότερος σταχάνης» ακριβοδίκαιος, αυτός που κρατάει τη ζυγαριά τής δικαιοσύνης (Ζήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. στα χ άνη, με επίθημα άνη, δηλωτικό οργάνου (πρβλ. τρυτ άνη) ανάγεται στο θ.… …

    Dictionary of Greek