βα-θμός

  • 11πηδηθμός — ὁ, Α σκίρτημα, παλμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηδῶ + επίθημα θμός (πρβλ. κινη θμός)] …

    Dictionary of Greek

  • 12πορθμός — Αρχαία ελληνική πόλη στη δυτική ακτή της Εύβοιας, απέναντι στον Ωρωπό. Είχε κτιστεί από τον Φίλιππο, το 342 π.Χ. * * * ο, ΝΜΑ στενή λωρίδα θάλασσας που χωρίζει δύο περιοχές ξηράς και ενώνει δύο θάλασσες και από την οποία διέρχονται τα πλοία για… …

    Dictionary of Greek

  • 13ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… …

    Dictionary of Greek

  • 14σκιρτηθμός — ὁ, Α (ποιητ. τ.) σκίρτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιρτῶ + επίθημα θμός (πρβλ. βρυχη θμός)] …

    Dictionary of Greek

  • 15ωρυθμός — ὁ, Α 1. ὠρυγμός*, ωρυγή 2. (για λιοντάρι) βρυχηθμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠρύομαι + επίθημα θμός (πρβλ. βρυχη θμός)] …

    Dictionary of Greek

  • 16КЛЕПСИДРА —    • Clepsўdra,          κλεψύδρα, водяные часы, пустой шар (κωδία) с шейкой (αυλός), затыкаемой пробкою (πω̃μα), для наполнения его водой и с несколькими небольшими отверстиями (τρυπήματα), которые образовывали цедилки (ηθμός) и сквозь которые …

    Реальный словарь классических древностей

  • 17Muhen — Muhen, verb. reg. neutr. welches das Hülfswort haben erfordert, und nur zuweilen im gemeinen Leben gehöret wird. Es ahmet die ähnliche Stimme der Kühe nach, welche im Oberdeutschen durch leuen, lüyen, im Hochdeutschen aber auch, wenigstens der… …

    Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • 18-ηθμος — βλ. θμος …

    Dictionary of Greek

  • 19αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… …

    Dictionary of Greek

  • 20βαθμός — Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά στην τεχνική και στην επιστημονική γλώσσα για να δείξει, χωρίς αξιώσεις επιστημονικής ακριβολογίας, το πόσο εντατικό εμφανίζεται ένα φαινόμενο (π.χ. το τάδε υλικό είναι σε μεγάλο βαθμό ανθεκτικό στη κάμψη). Η ίδια… …

    Dictionary of Greek