βαυκός

  • 1βαυκός — βαυκός, ο (Α) 1. τρυφερός, αβρός, μαλακός 2. προσποιητός, επιτηδευμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. βαυκός, βαύκαλος καθώς και οι λέξεις που συνδέονται με αυτούς είναι δημώδεις και η ετυμολογία τους είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Ο τ. βαύκαλος μαρτυρείται… …

    Dictionary of Greek

  • 2βαυκά — βαυκός prudish neut nom/voc/acc pl βαυκά̱ , βαυκός prudish fem nom/voc/acc dual βαυκά̱ , βαυκός prudish fem nom/voc sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3βαυκόν — βαυκός prudish masc acc sg βαυκός prudish neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4βαυκίδες — βαυκίδες, αι (Α) πολυτελή γυναικεία υποδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαυκός, χωρίς να αποκλείεται μία σχέση με το βαυκαλώ] …

    Dictionary of Greek

  • 5βαυκίζω — (Α) [βαυκός] χαϊδεύομαι …

    Dictionary of Greek

  • 6βαυκαλώ — βαυκαλῶ ( άω) (Α) 1. βαυκαλίζω 2. κραυγάζω 3. φροντίζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. βαυκαλώ συνδέεται σημασιολογικά με το βαυβώ* και υποστηρίχτηκε ότι αρχικά ήταν σύνθετο (βαυ + κηλώ «μαγεύω, τέρπω, θέλγω»). Κατ άλλους όμως τα βαυκαλώ και βαυκαλίζω… …

    Dictionary of Greek