βαυκοπανοῦργος
1βαυκοπανοῦργος — humbug masc nom sg …
2βαυκοπανοῦργοι — βαυκοπανοῦργος humbug masc nom/voc pl …
3έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …
4βαυκοπανούργους — βαυκοπανού̱ργους , βαυκοπανοῦργος humbug masc acc pl …