βαυβαλίζω
1βαυβαλίσαι — βαυβαλίζω aor inf act βαυβαλίσαῑ , βαυβαλίζω aor opt act 3rd sg …
2βαβαλίζω — (Α βαυβαλίζω, Μ βαβαλίζω) [βαυβώ] κουνάω το μωρό και σιγοτραγουδάω για να κοιμηθεί, νανουρίζω νεοελλ. περιποιούμαι …
1βαυβαλίσαι — βαυβαλίζω aor inf act βαυβαλίσαῑ , βαυβαλίζω aor opt act 3rd sg …
2βαβαλίζω — (Α βαυβαλίζω, Μ βαβαλίζω) [βαυβώ] κουνάω το μωρό και σιγοτραγουδάω για να κοιμηθεί, νανουρίζω νεοελλ. περιποιούμαι …