βατταρίζω
1βατταρίζω — (AM βατταρίζω) τραυλίζω νεοελλ. περιφέρομαι άσκοπα εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λέξη (πρβλ. διπλό ττ ), που θεωρείται ότι ανάγεται σε *bata , ονοματοποιημένο στοιχείο που εκφράζει παιδικό τραύλισμα ή έκπληξη (πρβλ. και λ. βαττολογώ). Το… …
2βατταρίζω — ισα 1. τραυλίζω, μιλώ με κακή άρθρωση: Δεν μπορείς να τον καταλάβεις όταν μιλάει γιατί βατταρίζει. 2. μτφ., μωρολογώ, μιλάω σαν μωρό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3βατταριεῖ — βατταρίζω stammer fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) βατταρίζω stammer fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …
4βατταρισθέντα — βατταρίζω stammer aor part pass neut nom/voc/acc pl βατταρίζω stammer aor part pass masc acc sg …
5βατταρίζον — βατταρίζω stammer pres part act masc voc sg βατταρίζω stammer pres part act neut nom/voc/acc sg …
6βατταρίζοντα — βατταρίζω stammer pres part act neut nom/voc/acc pl βατταρίζω stammer pres part act masc acc sg …
7βατταρίζουσι — βατταρίζω stammer pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) βατταρίζω stammer pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
8βατταρίζουσιν — βατταρίζω stammer pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) βατταρίζω stammer pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
9βατταριζέτωσαν — βατταρίζω stammer pres imperat act 3rd pl …
10βατταρίζειν — βατταρίζω stammer pres inf act (attic epic) …