βατταρίζω
11βατταρίζεις — βατταρίζω stammer pres ind act 2nd sg …
12βατταρίζοντες — βατταρίζω stammer pres part act masc nom/voc pl …
13βατταρίζοντος — βατταρίζω stammer pres part act masc/neut gen sg …
14βατταρίζουσαν — βατταρίζω stammer pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …
15βατταρίζων — βατταρίζω stammer pres part act masc nom sg …
16βατταρίσαντες — βατταρίζω stammer aor part act masc nom/voc pl …
17ἐβαττάρισαν — βατταρίζω stammer aor ind act 3rd pl …
18βαττολογώ — (AM βαττολογῶ, έω) φλυαρώ, λέω τα ίδια και τα ίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βαττολογώ, που μορφολογικά φαίνεται να προέρχεται < *βαττολόγος, αποτελεί λ. ηχομιμητική (πρβλ. διπλό ττ ) αβέβαιης προελεύσεως. Έχει υποστηριχθεί ότι το βαττολογώ προέρχεται από… …
19βάταλος — και βάτταλος, ο (Α) 1. ο τραυλός 2. ο πρωκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης τ., άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. βάταλος με το βατώ ( έω) «ανέρχομαι, πηδώ» είναι αβέβαιη, ενώ η άποψη, κατά την οποία ο όρος βάταλος είναι δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης (πρβλ …
20βατταρισμός — ο (AM βατταρισμός) [βατταρίζω] το τραύλισμα μσν. ο τερετισμός των χελιδονιών …