βατραχάνθρωπος

  • 1βατραχάνθρωπος — ο ειδικά εκπαιδευμένος στρατιώτης του πολεμικού ναυτικού που εκτελεί αναγνωρίσεις πριν απ την εκτέλεση αποβατικών επιχειρήσεων και χρησιμοποιείται σε αποστολές υποβρύχιων καταστροφών. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. frogman] …

    Dictionary of Greek

  • 2βατραχάνθρωπος — ο κολυμβητής που είναι ειδικευμένος στο να εργάζεται υποβρύχια, εφοδιασμένος με ειδικές αναπνευστικές συσκευές οι οποίες του επιτρέπουν ανεξαρτησία και αυτονομία κινήσεων για κάποιο ορισμένο χρονικό διάστημα: Μετά το ναυάγιο έβαλαν… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 3άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …

    Dictionary of Greek

  • 4βάτραχος — (rana). Αμφίβιο που ανήκει στο γένος ράνη της οικογένειας των ρανίδων. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη είναι ο β. ο κοινόςπράσινοςεδώδιμος. Ο λαός τον αποκαλεί και βατράχι, βαθράκι, βαθρακό, μπάκακα και βάθρακα. Το στόμα του είναι πολύ ευρύ και… …

    Dictionary of Greek