βασίλεια

  • 91Αμενέμης ή Αμενεμχάτ — Όνομα τεσσάρων φαραώ της 12ης δυναστείας (20ός–19ος αι. π.Χ.), κατά την οποία άνθησαν οι τέχνες και οι επιστήμες στην Αίγυπτο όσο ποτέ άλλοτε, λόγω της ειρηνικής πολιτικής τους. 1. Α. Α’ (; – 1970 π.Χ.). Ιδρυτής της 12ης δυναστείας κατά το 2000 π …

    Dictionary of Greek

  • 92Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… …

    Dictionary of Greek

  • 93Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …

    Dictionary of Greek

  • 94Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …

    Dictionary of Greek

  • 95Ελισάβετ — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αγία από τη φυλή του Λευί, μητέρα του αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Ήταν συγγενής της Θεοτόκου και σύζυγος του ιερέα Ζαχαρία. Σύμφωνα με την παράδοση, αν και η Ε. δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει και… …

    Dictionary of Greek

  • 96Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …

    Dictionary of Greek

  • 97Έρασμος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο ιερομάρτυς. Καταγόταν από την Αντιόχεια της Συρίας. Τον συνέλαβαν μετά από διαταγή του Μαξιμιανού (286 305) στην Αχρίδα. Αργότερα, αφού ελευθερώθηκε, πέθανε στη Χερμελία της Αχρίδας. Η μνήμη του… …

    Dictionary of Greek

  • 98Εράστους, Τόμας — (Thomas Erastus, Μπάντεν 1524 – Βασιλεία 1583). Ελβετός θεολόγος και γιατρός. Σπούδασε θεολογία στη Βασιλεία και ιατρική στην Μπολόνια και στην Πάντοβα και εξελλήνισε ο ίδιος το όνομά του (LieberLiebler). Υπήρξε οπαδός του Καλβίνου, γιατρός του… …

    Dictionary of Greek

  • 99Ίσαυροι — Βυζαντινή δυναστεία, η οποία προερχόταν από την Ισαυρία (βλ. λ.) της Μικράς Ασίας – παρότι τόπος γέννησης του ιδρυτή της δυναστείας, Λέοντα Γ’, ήταν η Γερμανικεία της Συρίας. Χάρη στα δύο πρώτα μέλη της, η δυναστεία των Ι. διαδραμάτισε ιδιαίτερο… …

    Dictionary of Greek

  • 100Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …

    Dictionary of Greek