βασάνῳ
1βασάνῳ — βάσανος touchstone fem dat sg …
2βασάνωι — βασάνῳ , βάσανος touchstone fem dat sg …
3Chersias — (Ancient Greek: Χερσίας) of Orchomenus (fl. late 7th c. BCE) was an archaic Greek epic poet whose work is all but lost today.[1] Plutarch presents Chersias as an interlocutor in the Banquet of the Seven Sages, making him a contemporary of… …
4ηδύπολις — ἡδύπολις, όλιδος, δωρ. τ. άδύπολις, ὁ, ἡ (Α) αγαπητός στους πολίτες, στον λαό («σοφός ὤφθη βασάνῳ θ ἁδύπολις» αποδείχθηκε έπειτα από δοκιμασία σοφός και αγαπητός στον λαό, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + πόλις] …
5τύραννα — τα, Ν βάσανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τυραννώ (πρβλ. βασανώ: βάσανα)] …
6χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… …