βαστώ
51υπομένω — υπόμεινα, αμτβ. και μτβ., υποφέρω, ανέχομαι, αντέχω, βαστώ: Έπαθε πολλά, αλλά υπομένει αδιαμαρτύρητα. – Πώς τον υπομένεις τόσα χρόνια! …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
52φτουρώ — και φτουραίνω φτούρησα, (για πράγματα και ιδίως φαγώσιμα), διαρκώ πολύ, επαρκώ, βαστώ πολύ: Το άσπρο ψωμί δε φτουρά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Страницы