βαστώ
31ξεδιπλώνω — (Μ ξεδιπλώνω) ανοίγω κάτι διπλωμένο, απλώνω («τες σημαίες τους ξεδιπλώνουν», Σολωμ.) νεοελλ. 1. αφαιρώ το σκέπασμα, ξεσκεπάζω («μη ξεδιπλώνεις το παιδί, γιατί θα κρυώσει») 2. φρ. «τήν ξεδιπλώνω» χορταίνω («βαστώ ένα τόλορο αργυρό και φτάνει μας… …
32οπλοβαστός — ο στρ. άλλη ονομασία τής οπλοθήκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < όπλο + βαστώ] …
33πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …
34πορτατίφ — το, Ν άκλ. φορητό, επιτραπέζιο φωτιστικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. (lampe) portative θηλ. τού επιθ. portatif «φορητός» < porter «φέρω, βαστώ»] …
35σελ(λ)όβαστος — ο, Ν στρ. κρεμάστρα ανηρτημένη στους στύλους τών στάβλων για την τοποθέτηση τής σέλας τών υποζυγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σέλα + βαστώ] …
36στέγω — ΜΑ 1. στεγάζω, σκεπάζω με στέγη 2. πωματίζω, βουλώνω αρχ. 1. καλύπτω ερμητικά 2. στεγανοποιώ κάτι ώστε να μην μπορεί να περάσει το νερό («εὐνὰς τοιαύτας οἵας... στέγειν... ἱκανὰς εἶναι», Πλάτ.) 3. αποκρούω, απωθώ («οὔτε οἱ πῑλοι ἔστεγον τὰ… …
37σχέθω — Α (αμάρτυρος τ. που κατά τους γραμματικούς είναι δ.τ. τού ρ. ἔχω) 1. κρατώ κάτι στερεά 2. ἔχω 3. αναχαιτίζω, συγκρατώ, σταματώ 4. αντέχω, βαστώ («μέγα δ ἀμφὶ πύλαι μύκον, οὐδ ἄρ ὀχῆες ἐσχεθέτην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται στον αόρ.… …
38τελειώνω — τελειῶ, όω, ΝΜΑ, και τελεῶ Α [τέλειος] φέρνω εις πέρας, περατώνω, συμπληρώνω, ολοκληρώνω κάτι (α. «τελείωσε τις σπουδές του στο εξωτερικό» β. «τελειώσω αὐτοῡ τὸ ἔργον», ΚΔ γ. «τελειώσαντες τὰς σπονδάς», Θουκ.) νεοελλ. 1. (μτβ.) καταναλώνω εξ… …
39υπερείδω — ὑπερείδω ΝΜΑ υποστηρίζω με κάτι, τοποθετώ κάτι ως στήριγμα αρχ. 1. στηρίζω από κάτω, χρησιμεύω ως στήριγμα 2. σηκώνω, βαστώ κάτι 3. υποστηρίζω, χρησιμοποιώ ως επιχειρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐρείδω «στηρίζω»] …
40υποβαστάζω — ὑποβαστάζω ΝΜΑ στηρίζω από κάτω, υποστηρίζω (α. «οκτώ κίονες υποβαστάζουν την οροφή» β.«ὁ τράχηλος τρόπον κίονος ὑποβαστάζει τὴν κεφαλήν», Σχόλ. Νικ. Θηρ.) νεοελλ. συγκρατώ, στηρίζω κάποιον, συνήθως από τις μασχάλες, για να μην πέσει. [ΕΤΥΜΟΛ.… …