βαστά
1βαστᾶ — βαστάζω lift up fut ind act 1st sg (doric aeolic) …
2βαστᾷ — βαστάζω lift up fut ind mid 2nd sg (epic) βαστάζω lift up fut ind act 3rd sg (epic) …
3βαστάσας — βαστά̱σᾱς , βαστάζω lift up fut part act fem acc pl (doric) βαστά̱σᾱς , βαστάζω lift up fut part act fem gen sg (doric) βαστάσᾱς , βαστάζω lift up aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …
4βαστᾶς — βαστᾶ̱ς , βαστάζω lift up fut ind act 2nd sg (doric) …
5βαστάσαι — βαστά̱σᾱͅ , βαστάζω lift up fut part act fem dat sg (doric) βαστάζω lift up aor inf act βαστάσαῑ , βαστάζω lift up aor opt act 3rd sg …
6βαστάζω — και βαστώ ( άω) και βασταίνω και βαστάνω (AM βαστάζω, Μ και βαστῶ και βασταίνω και βαστάνω) 1. κρατώ κάτι με το χέρι 2. μεταφέρω 3. υπομένω, υποφέρω μσν. νεοελλ. 1. (για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ 2. φορώ 3. κατέχω («βαστάει τα κλειδιά») 4. τηρώ… …
7καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …
8αγαντάρω — 1. πιάνομαι γερά από κάτι 2. συλλαμβάνω 3. βοηθώ, ενισχύω κάτι 4. υπομένω, αντέχω 5. (προστ.) αγάντα α) πιάσε, κράτησε, στήριξε β) άντεχε, υπόμενε, βάστα γ) επίρρ. εμπρός με όλη τη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. agguantare (= συλλαμβάνω). ΠΑΡ. το… …
9Vasta, Greece — Vasta (Greek: Βάστα), also accented as Vásta, older form: Vastas is a Greek settlement and a municipal district located around 13 km west northwest (old: 6 km) from Megalopoli as well as it s the nearest interchange with the GR 7/E65 (Kalamata… …
10Uncial 068 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 068 Text John 13:16 27; 16:7 19 Date 5th century Script Greek …