βασσάρα
1βασσάρα — βασσάρᾱ , βασσάρα fox fem nom/voc/acc dual βασσάρᾱ , βασσάρα fox fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2βασσάρα — βασσάρα, η (Α) 1. η αλεπού 2. χιτώνας των Βακχών της Θράκης, πιθανώς από δέρμα αλεπούς 3. μαινάδα του Διονύσου από τη Θράκη 4. αναιδής γυναίκα ή πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η στενή σχέση της λ. με τη λατρεία του Διονύσου είναι η αιτία των διαφόρων σημασιών… …
3βασσάρας — βασσάρᾱς , βασσάρα fox fem acc pl βασσάρᾱς , βασσάρα fox fem gen sg (attic doric aeolic) …
4βασσάραι — βασσάρα fox fem nom/voc pl βασσάρᾱͅ , βασσάρα fox fem dat sg (attic doric aeolic) …
5βασσάραν — βασσάρᾱν , βασσάρα fox fem acc sg (attic doric aeolic) …
6βασσαρῶν — βασσάρα fox fem gen pl …
7βασσάραις — βασσάρα fox fem dat pl …
8βασσάρη — βασσάρα fox fem nom/voc sg (epic ionic) …
9βασσαρίς — ( ίδος), η (Α) [βασσάρα] η βασσάρα …
10Бассарейский — (греч.) фригийско фракийское прозвище Вакха вследствие лисьей шкуры (βασσάρα), которую носили Вакх и жрецы его. Бассариды прозвище вакханок. Бассарийский принадлежащий Вакху, вакханкам …
- 1
- 2