Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

βασιλιάς

  • 1 βασιλιάς

    [васильас] ουσ. а. царь, король,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βασιλιάς

  • 2 король

    α.
    1. βασιλιάς, μονάρχης. || υπέρτερος (στο κάλλος, ικανότητα κ.τ.τ.)
    μονοπωλητής•

    король нефти βασιλιάς πετρελαίων•

    король кожаного мяча βασιλιάς του ποδοσφαίρου.

    2. παπάς (φιγούρα παιγνιόχαρτου).
    3. (σκάκι) βασιλιάς.

    Большой русско-греческий словарь > король

  • 3 царь

    α.
    1. τσάρος, βασιλιάς.
    2. ο υπέρτατος, ο κυρίαρχος• —птица ο βασιλιάς των πτηνών.
    εκφρ.
    царь царей ή царь царствующих – ο βασιλιάς των βασιλιάδων•
    нет -я в голове у кого ή без -я в голове кто – είναι κουτός ή δεν έχει μυαλό στο κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > царь

  • 4 король

    король м о βασιλιάς (тж. шахм.)
    * * *
    м
    ο βασιλιάς (тж. шахм.)

    Русско-греческий словарь > король

  • 5 царь

    царь м о τσάρος; ο βασιλιάς (тж. перен.)
    * * *
    м
    ο τσάρος; ο βασιλιάς (тж. перен.)

    Русско-греческий словарь > царь

  • 6 шах

    шах м 1) (титул) о σάχης 2) шахм. о βασιλιάς; объявить \шах απειλώ το βασιλιά
    * * *
    м
    1) ( титул) ο σάχης
    2) шахм. ο βασιλιάς

    объяви́ть шах — απειλώ το βασιλιά

    Русско-греческий словарь > шах

  • 7 царь

    цар||ь
    м
    1. ὁ τσάρος·
    2. перен ὁ βασιλιάς, ὁ βασιλεύς:
    лев--зверей τό λιοντάρι εἶναι βασιλιάς τῶν θηρίων ◊ \царьколокол τό τσαρκόλοκολ (ή μεγαλύτερη καμπάνα той Κρεμλίνου)· \царьпу́ш-ка ἡ τσαρπούσκα (τό μεγαλύτερο κανόνι τοδ Κρεμλίνου)· при \царье Горохе шутл. τόν καιρό τοῦ Νώε.

    Русско-новогреческий словарь > царь

  • 8 король

    [καρόλ"] ουσ. α. βασιλιάς

    Русско-греческий новый словарь > король

  • 9 король

    [καρόλ"] ουσ α βασιλιάς

    Русско-эллинский словарь > король

  • 10 венчать

    παθ. μτχ. παρλθ. χρ. венчанный, βρ: -чан, -а, -о и. παλ. венчанный, βρ: -чан, -а, -о, ρ.δ.μ.
    1. στέφω, ενθρονίζω.
    2. στεφανώνω με εκκλσ. τελετή, συζευγνύω.
    3. εκτελώ με επιτυχία•

    успех -ет мои старания επιτυχία στεφανώνει τις προσπάθειες μου.

    εκφρ.
    на царство – στέφω βασιλιά.
    στέφομαι, χρίζομαι• στεφανώνομαι κλπ. ρ. ενργ. φ.
    εκφρ.
    венчать на царство – στέφομαι τσάρος, βασιλιάς.

    Большой русско-греческий словарь > венчать

  • 11 воцариться

    ρ.σ.
    1. ανέρχομαι στο θρόνο, γίνομαι τσάρος, βασιλιάς.
    2. κυριαρχώ, επικρατώ, βασιλεύω•

    -лась тишина βασίλεψε ησυχία.

    Большой русско-греческий словарь > воцариться

  • 12 государь

    α.
    άναξ, άρχων, βασιλιάς. || παλ. αφέντης, κύριος.
    εκφρ.
    милостивый государь ή государь мойπαλ. μεγάθυμε, μεγαλόψυχε.

    Большой русско-греческий словарь > государь

  • 13 калиф

    α.
    βλ. халиф.
    εκφρ.
    калиф на час – (ειρν) βασιλιάς (άρχοντας) μιας ώρας (ολιγόχρονη εξουσία).

    Большой русско-греческий словарь > калиф

  • 14 королёк

    -лька α.
    1. βασιλίσκος, βασιλιάς μικρού κράτους.
    2. πορτοκάλι σαγκουίνι.
    3. βασιλοπούλι, ψαροφάγος, αλκυών.

    Большой русско-греческий словарь > королёк

  • 15 короновать

    -ную, -нуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. коронованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ. κ.δ. μ. στέφω βασιλιά.
    στέφομαι βασιλιάς.

    Большой русско-греческий словарь > короновать

  • 16 опереточный

    επ.
    1. της οπερέτας•

    -ая музыка μουσική οπερέτας.

    2. μτφ. ψεύτικος κίβδηλος, απατηλός•

    опереточный король οπερέτικος βασιλιάς.

    Большой русско-греческий словарь > опереточный

  • 17 особа

    θ.
    1. πρόσωπο, προσωπικότητα, φυσιογνωμία υποκείμενο•

    важная особа ειρν. σοβαρό πρόσωπο•

    высочайшая особа υψηλή προσωπικότητα•

    коронованная особа ο εστεμμένος (ο βασιλιάς)•

    особа короля η προσωπικότητα του βασιλιά•

    подозрительная особа ύποπτο πρόσωπο•

    неиз-встная особа άγνωστο πρόσωπο•

    духовная особа κληρικός•

    особа женского пола πρόσωπο του γυναικείου φύλου.

    2. (παλ. κ. ειρν.) πρόσωπο, προσωπικότητα.
    3. πρόσωπο του γυναικείου φύλου, γυναίκα•

    вздорная особа κουτή γυναίκα.

    εκφρ.
    своей собственной -ой – ο ίδιος προσωπικά.

    Большой русско-греческий словарь > особа

  • 18 порфироносец

    -сца α. παλ. πορφυροφόρος (βασιλιάς, μονάρχης).

    Большой русско-греческий словарь > порфироносец

  • 19 сесть

    сяду, сядешь, παρλθ. χρ. сел, -ла, -ло, προστκ. сядь
    ρ.σ.
    1. κάθομαι, καθίζω•

    -на стул κάθομαι στο κάθισμα•

    сесть у окна κάθομαι κοντά στο παράθυρο•

    все соли за столом όλοι κάθησαν (γύρω) στο τραπέζι•

    сесть боком κάθομαι στο πλευρό (πλεύρα)•

    сесть верхом κάθομαι καβάλα•

    сесть в автобус κάθομαι, στο λεωφορείο•

    сесть в трамвай κάθομαι, στο τρ αμ.

    2. ασχολούμαι, καταγίνομαι, καταπιάνομαι, επιδίδομαι•

    сесть за книгой πιάνω το βιβλίο (ασχολούμαι με το διάβασμα)•

    сесть за рулм κάθομαι στο τιμόνι.

    || πιάνω θέση (υπηρεσία). || περνώ σε καθιστική εργασία.
    3. (με τις λέξεις: в тюрьму, под арест κ.τ.τ.) είμαι•

    в тюрьму κάθομαι φυλακή, είμαι φυλακισμένος? сесть под арест κάθομαι (είμαι) κρατούμενος.

    4. προσγειώνομαι, προσθαλασσώνομαι•

    самолт сел το αεροπλάνο κάθισε.

    5. βασιλεύω•

    солнце• сестьло ο ήλιος κάθισε.

    6. επικάθομαι•

    туман сел η ομίχλη κάθισε.

    7. παθαίνω καθίζηση•

    фундамент сел το θεμέλιο κάθισε.

    8. συστέλλομαι, μαζεύω•

    рубашка после стирки села το πουκάμισο μετά το πλύσιμο μάζεψε.

    9. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω• αδυνατίζω•

    вода сла το νερό λιγόστεψε.

    || χάνω την αντοχή, ισχύ, εξασθενίζω•

    пружина сла το ελατήριο κάθισε (εξασθένισε).

    εκφρ.
    сесть на голову кому – κάθομαι στο σβέρκο κάποιου (κάνω υποχείριο μου κάποιον)•
    сесть на мель – α) προσαράζω, εξοκέλλω, κάθομαι (για βάρκα, σκάφος, β) περιέρχομαι, περιπίπτω σε δυσχερή οικονομική κατάσταση•
    сесть на царство – ενθρονίζομαι, κάθομαι στο θρόνο, γίνομαι τσάρος, βασιλιάς•
    - на яйца – κάθομαι στ αυγά (κλωσσώ).

    Большой русско-греческий словарь > сесть

  • 20 трон

    α.
    ο θρόνος. || μτφ. βασιλεία, μοναρχία•

    быть на -е βασιλεύω, άρχω•

    лишиться -а εκθρονίζομαι•

    вступить на трон ανεβαίνω στο θρόνο, γίνομαι βασιλιάς.

    Большой русско-греческий словарь > трон

См. также в других словарях:

  • βασιλιάς — ο και βασιλεύς και βασιλέας και βασιλές και βασιλιός (θηλ. βασίλισσα, η) (AM βασιλεύς, Μ και βασιλέας θηλ. AM βασίλισσα και βασιλίς, Α και βασιλέα και βασίλεια και βασιληΐς) 1. ο κληρονομικός ανώτατος άρχοντας του κράτους 2. πρώτος ή έξοχος μέσα… …   Dictionary of Greek

  • βασιλιάς — ο θηλ. βασίλισσα 1. ανώτατος άρχοντας, ηγεμόνας: Ο βασιλιάς της Σουηδίας. 2. το θηλ., βασίλισσα η μόνη γόνιμη μέλισσα σε μια κυψέλη. 3. βασιλιάς και βασίλισσα τα σπουδαιότερα πιόνια στο σκάκι. 4. αυτός που κυριαρχεί, πρωτεύει στο είδος του: Βγήκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βασιλίας — Βασιλίς queen fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκίλουρος — Βασιλιάς στον Κιμμέριο Βόσπορο, που έζησε πιθανότατα τον lo αι. π.Χ. Όπως αναφέρει ο Στράβων, ο βασιλιάς του Πόντου Μηθριδάτης ΣΤ, κατάλυσε το κράτος του Σ. στα χρόνια των διαδόχων του. Σήμερα σώζονται διάφορα χάλκινα νομίσματα, που κόπηκαν από… …   Dictionary of Greek

  • Ταχάρκα — Βασιλιάς του Κους και φαραώ της Αιγύπτου (7ος αι. π.Χ.). Ανήκε στην 25η (Aιθιοπική) δυναστεία. Το 673 π.Χ. αντιμετώπισε με επιτυχία την επίθεση των Ασσυρίων αλλά 2 χρόνια αργότερα νικήθηκε από τους ίδιους, που κατέλαβαν τη Βόρεια Αίγυπτο και την… …   Dictionary of Greek

  • Τυνδάρεως — Βασιλιάς της Σπάρτης, γιος του Περιήρη και εγγονός του Αίολου. Άλλη εκδοχή τον θέλει γιο του βασιλιά της Σπάρτης Οίβαλου και της ναϊάδας Βατείας. Εκθρονίστηκε από τον αδελφό του Ιπποκόοντα και τους δώδεκα γιους του και κατέφυγε στον βασιλιά της… …   Dictionary of Greek

  • χαλκώδων — Βασιλιάς των Αβάντων της Εύβοιας, σύζυγος της Αλκυόνης, πατέρας του Eλεφήνορα και της Χαλκιόπης. Το όνομά του έφερε παλαιότερα η Εύβοια, που λεγόταν Χαλκωδοντίδα. Κατέλαβε τη Θήβα. Την πόλη ελευθέρωσε ο Αμφιτρύων της Τίρυνθας, που σκότωσε τον… …   Dictionary of Greek

  • Αλέξανδρος ο Ιανναίος — Βασιλιάς της Ιουδαίας (103 78 π.Χ.). Πολέμησε χωρίς επιτυχία εναντίον της Κλεοπάτρας και διακρίθηκε για την ωμότητά του προς τους Φαρισαίους. Τον διαδέχτηκε η σύζυγός του Αλεξάνδρα, που προκάλεσε με τις μηχανορραφίες της τον εμφύλιο σπαραγμό του… …   Dictionary of Greek

  • Γέτας — Βασιλιάς των Ηδωνών, φυλής που κατοικούσε στον πάνω ρου του Στρυμόνα, ανατολικά της λίμνης Κερκυνήτιδας. Νομίσματα που βρέθηκαν στη Μεσοποταμία και χρονολογούνται από το 500 π.Χ. εικονίζουν τον βασιλιά Γ. να οδηγεί δύο βόδια. Τα νομίσματα, που… …   Dictionary of Greek

  • Ηγησικλής — Βασιλιάς της Σπάρτης. Βλ. λ. Αγασικλής …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης Σομπιέσκι — Βασιλιάς της Πολωνίας. Βλ. λ. Ιωάννης. Όνομα βασιλιάδων της Πολωνίας (3.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»