βασιλεῖς δὲ καὶ τοὺς κατὰ

  • 71αναλογία — η 1. η ορθή λογική σχέση: Τα κέρδη διανεμήθηκαν κατά αναλογία του κεφαλαίου. 2. η συμμετρική σχέση των μερών ενός συνόλου μεταξύ τους και προς το σύνολο: Υπάρχει αναλογία στα αρχιτεκτονικά μέλη του αρχαίου ναού. 3. η ομοιότητα, από ορισμένη άποψη …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 72Παντικάπαιον — Λέγεται και Παντικάπη. Πόλη της Σκυθίας στον Κιμμέριο Βόσπορο, κοντά στον ποταμό Παντικάπη. Υπήρξε αποικία των Μιλησίων, που την είχαν ιδρύσει το 540 π.Χ. Το μέρος εκείνο ήταν πολύ εύφορο και η πόλη γνώρισε μεγάλη ακμή με το εμπόριο των σιτηρών.… …

    Dictionary of Greek

  • 73διάδημα — Ταινία ή στεφάνι από χρυσό ή άλλο υλικό που τη φορούσαν στο κεφάλι ως κόσμημα ή σύμβολο εξουσίας από την αρχαιότητα. Η προέλευση του δ. είναι αβέβαιη, αλλά είναι γνωστό πως το χρησιμοποίησαν ευρύτατα οι αρχαίοι Έλληνες, προσδίδοντάς του πολιτική… …

    Dictionary of Greek

  • 74Μιλητούπολις — Πόλη της Φρυγίας στη Μικρά Ασία. Την ίδρυσαν κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους άποικοι της Μιλήτου και αργότερα κυριεύτηκε από τους βασιλείς της Βιθυνίας. Βρέθηκαν νομίσματα της πόλης, της εποχής που ήταν ακόμα αυτόνομη, καθώς και της αυτοκρατορικής,… …

    Dictionary of Greek

  • 75Άβα — I Όνομα μυθολογικού και ιστορικού προσώπου. 1. Νύμφη, ερωμένη του Ποσειδώνα, από τον οποίο γέννησε τον Εργίσκο, ήρωα της Θράκης, που ίδρυσε την πόλη Εργίσκη, κοντά στο Βυζάντιο. 2. Κόρη του Ζηνοφάνη, τυράννου της Όλβης, την εποχή του Καίσαρα (1ος …

    Dictionary of Greek

  • 76στέφω — ΝΜΑ, και στέπτω Α περιβάλλω κάποιον ή κάτι με στέφανο, στεφανώνω νεοελλ. 1. επιθέτω το στέμμα στην κεφαλή ηγεμόνα που μόλις ανήλθε στον θρόνο, τελώ την επίσημη τελετή τής ανάρρησης ηγεμόνα στον θρόνο («ο Ναπολέων στέφθηκε αυτοκράτορας το 1804») 2 …

    Dictionary of Greek