βασιλέων μεταλλαγαί

  • 1μεταλλαγή — η (ΑM μεταλλαγή, Α δωρ. τ. μεταλλαγά) [μεταλλάσσω] αλλαγή, μεταβολή, μεταστροφή, μετατροπή («κοινωνίαις τε καὶ μεταλλαγαῑς εἰς ἄλληλα», Πλάτ.) νεοελλ. 1. βιολ. μετάλλαξη 2. φρ. «μεταλλαγή συχνότητας» (ραδιοηλ.) σύνολο διεργασιών που συμβαίνουν… …

    Dictionary of Greek