βαρύλογος

  • 1βαρύλογος — η, ο (Α βαρύλογος, ον) νεοελλ. αυτός που είναι βαρύς στα λόγια, λιγομίλητος αρχ. εκείνος που λέει βαριά, υβριστικά λόγια …

    Dictionary of Greek

  • 2βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος …

    Dictionary of Greek

  • 3-λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… …

    Dictionary of Greek

  • 4βαρυλόγοις — βαρύλογοις masc/fem/neut dat pl βαρύλογος vented in bitter words masc/fem/neut dat pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)