βαρύ-κοτος

  • 1μεγαλόκοτος — μεγαλόκοτος, ον (Α) πολύ οργισμένος. επίρρ... μεγαλοκότως (Α) με μεγάλη οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κότος «οργή» (πρβλ. βαρύ κοτος, νεό κοτος)] …

    Dictionary of Greek

  • 2νεόκοτος — και νεοκότος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που εμφανίζεται για πρώτη φορά, ο καινοφανής, ο πρωτάκουστος («κακὰ νεόκοτα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κότος «οργή, μίσος» (πρβλ. αλλό κοτος, βαρὐ κοτος)] …

    Dictionary of Greek